Ο Σπαρτός

(Σπαρτός ή όργωμα ή καμάτι)

Φωτογραφία γεωργού από το γειτονικό Σέρβου Γορτυνίας, που δημοσιεύτηκε στην Αμερική το 1927, σε ελληνικό περιοδικό με λεζάντα:”ΧΩΡΙΚΟΣ ΕΚ ΣΕΡΒΟΥ ΤΗΣ ΓΟΡΤΥΝΙΑΣ ΑΡΟΤΡΙΩΝ ΜΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟΓΟΝΟ ΑΡΟΤΡΟ ΤΟΥ”

Ο Σπαρτός, όπως έλεγαν την εργασία οργώματος και σποράς των χωραφιών ήταν μια βασική και πολύ σημαντική γεωργική εργασία που απ’ αυτήν εξαρτιόταν η επιβίωση της κάθε οικογένειας όλη τη χρονιά. Εξασφάλιζαν το ψωμί τους ,τη βασικότερη τροφή.
Παροιμίες που επικαλούμαστε μεταφορικά ακόμα και σήμερα, την παλαιότερη εποχή χρησιμοποιούντο κυριολεκτικά.
«Ότι σπείρεις θα θερίσεις»
«Οκτώβρης και δεν έσπειρες οκτώ σακιά δε γιόμισες»
Η περίοδος της σποράς άρχιζε συνήθως από τον Οκτώβρη και εξαρτιόταν από τις πρώτες ικανοποιητικές βροχές που μαλάκωναν το έδαφος και διευκόλυναν το ζευγολάτη και το «ζευγάρι» (ζεύγος μουλαριών) στο όργωμα.
Πριν ξεκινήσουν όμως τη σπορά είχαν φροντίσει να προετοιμάσουν το χωράφι καθώς και τα απαραίτητα γεωργικά εργαλεία. Από τις αρχές του φθινοπώρου είχαν μεταφέρει κοπριά(φουσκιά τα λέγαμε στο χωριό μας) από τα γιδοπρόβατα και την είχαν απλώσει στα χωράφια που θα έσπερναν για λίπανση. Επίσης επισκεύαζαν τις τυχόν γκρεμισμένες μάντρες που υποστήριζαν τις «πεζούλες». Επειδή το σύνολο σχεδόν των χωραφιών ήταν σε επικλινές έδαφος, το χώριζαν σε επίπεδα και κάθε επίπεδο υποστηριζόταν από μάντρα κατασκευασμένη από ξερολιθιά.
Επέλεγαν τα χωράφια που θα έσπερναν και έκαναν προγραμματισμό. Αν ένα χωράφι το είχαν σπείρει τη προηγούμενη χρονιά δεν το ξανάσπερναν ή το έσπερναν σανό ή το άφηναν για αργότερα προκειμένου να καλλιεργήσουν αραποσίτι.
Οι τσοπάνηδες υπολόγιζαν που θα στήσουν το καλοκαιρινό στανοτόπι του χρόνου και αναλόγως άφηναν χέρσο το χωράφι.
Είχαν διαλέξει τον καλύτερο σπόρο από τη προηγούμενη χρονιά για να πετύχουν και καλύτερη απόδοση. Η παροιμία που προαναφέραμε εδώ κυριολεκτεί: « Ότι σπείρεις θα θερίσεις».
Στο χωριό μας κατά κύριο λόγο καλλιεργούσαν σιτάρι μαλακό («νούμερο»το λέγαμε) που από το αλεύρι του έφτιαχναν ψωμί και αλευρομαγερέματα (χυλοπίτες, τραχανάς) και λιγότερο σιτάρι σκληρό (ασπροσίτι) που το χρησιμοποιούσαν σε ανάμειξη με το μαλακό για τραχανοχυλοπίτες και το έβραζαν για κόλλυβα σε μνημόσυνα, κηδείες και ψυχοσάββατα. Το «νούμερο» είχε χρώμα πιο σκούρο και το στάχυ του δεν είχε «άγανα» δηλαδή μουστάκια. Αντιθέτως το «ασπροσίτι» ήταν μεγαλύτερο σε μέγεθος, είχε στάχυ με πολλά «άγανα» και ανοικτό χρυσαφί χρώμα. Όλα μαζί τα σιτηρά τα έλεγαν «γεννήματα».
Επίσης έσπερναν κριθάρι και βρώμη για φάνε τα ζώα τους είτε σαν καρπό είτε σαν σανό οπότε το θέριζαν χλωρό το Μάη, το άφηναν να ξεραθεί και το αποθήκευαν για το χειμώνα. Καλλιεργούσαν βίκο στα κοντινά χωράφια για να φάνε τα αρνοκάτσικα την άνοιξη. Το αραποσίτι το έσπερναν τον Απρίλη. Σε μια άκρη του χωραφιού έσπερναν σίκαλη την οποία έφτιαχναν δέματα στη περίοδο του θερισμού και έδεναν τα χερόβολα σε δεμάτια μιας και η σίκαλη ήταν ψιλή και ανθεκτική.
Όσοι είχαν αδυναμία να ανταπεξέλθουν μόνοι τους τη δουλειά του σπαρτού είτε γιατί δεν είχαν δυο μουλάρια είτε γιατί δεν είχαν προσωπικό να δουλέψει βοηθητικά είτε υπήρχε άλλος λόγος συνέπρατταν με άλλο ζευγολάτη ένωναν τις δυνάμεις τους και έσπερναν μαζί τα χωράφια τους. Συμφωνούσαν στο τι θα πρόσφερε ο κάθε ένας και στο τι θα έπαιρνε ο κάθε ένας από τη σοδειά. Η σύμπραξη αυτή ονομαζόταν «σεμπριά» και οι δύο συμβαλλόμενοι λέγονταν «σέμπροι». Πολλές φορές η συνεργασία τους δεν είχε ομαλή κατάληξη και γι’ αυτό κανείς δεν ήθελε να βρεθεί σε ανάγκη να κάνει «σεμπριά» με άλλον.

Αλέτρι

Ο κάθε νοικοκύρης φρόντιζε έγκαιρα να ετοιμάσει τα σύνεργα του οργώματος. Έκανε έλεγχο στο αλέτρι και τα εξαρτήματα του όπως ασφαλώς και στους κασμάδες του.

Το αλέτρι αποτελούσαν η αλετροπόδα, το χερούλι, το υνί, το σταβάρι, ο ζυγός, οι λαιμαριές, η σπάθη, η ξιόνη.
Το εξάρτημα που ήθελε σίγουρα επισκευή ήταν το υνί. Το υνί ήταν σιδερένιο και καθώς έσχιζε τη γη, είχε φθορά και έπρεπε να αποκατασταθεί. Γι’ αυτό ο ζευγολάτης πήγαινε το υνί και τους κασμάδες του στο σιδερά ή γύφτο από νωρίς για να τα επισκευάσει.
Οι νοικοκυραίοι του χωριού μας πήγαιναν τα σύνεργα τους σε γνωστούς σιδεράδες στο Βυζίκι ή στα Τρόπαια για επισκευή.

Σιδεράδικο στο Βυζίκι Γορτυνίας. Φωτο Γιώργος Δεπόλλας. Από το Ημερολόγιο 2007 του Συλλόγου Υπαλλήλων Εθνικής Τράπεζας.

Ο γύφτος, όπως τον έλεγαν, είχε στο εργαστήριο του δυνατή φωτιά σε υπερυψωμένο πάγκο την οποία τροφοδοτούσε συνέχεια με κάρβουνα. Στη βάση της φωτιάς και από τη πίσω πλευρά ήταν στερεωμένο το στόμιο μεγάλου φυσερού του οποίου το πίσω μέρος ήταν δεμένο με αλυσίδα κατακόρυφη συνδεδεμένη με το ένα άκρο οριζόντιου δοκού τοποθετημένου πάνω από τη φωτιά, το άλλο άκρο του οποίου κατέληγε μπροστά από τη φωτιά απ’ όπου κρεμόταν άλλη αλυσίδα με τελείωμα έναν πέτσινο κρίκο.
Ο βοηθός του γύφτου κράταγε αυτό το κρίκο και κουνούσε την αλυσίδα πάνω –κάτω μεταδίδοντας κίνηση στο φυσερό που «φύσαγε» με δύναμη τη φωτιά και έκαιγε δυνατά. Τότε ο γύφτος έβαζε το υνί ή το κασμά μέσα στη φωτιά μέχρι να «πυροκοκκινίσει» και να γίνει εύπλαστο. Κατόπιν το έπιανε με μια μεγάλη τσιμπίδα, το τοποθετούσε πάνω στο αμόνι και κρατώντας το με το αριστερό χέρι, το χτυπούσε με το σφυρί που κρατούσε στο δεξί χέρι και το έπλαθε όπως ήθελε. Αφού έκανε το ίδιο σε ένα κομμάτι σίδερο στη συνέχεια τα ένωνε, τα χτύπαγε πάνω στο αμόνι ώσπου να γίνουν ένα και το βούταγε σε δοχείο με νερό πολύ προσεχτικά για να έχει καλό αποτέλεσμα. Την ίδια δουλειά έκανε και στους κασμάδες. Ο ζευγολάτης μετά φρόντιζε για τα στειλιάρια των κασμάδων.
Την εργασία του «γύφτου» έτυχε να την γνωρίσω από κοντά αφού έζησα πέντε χρόνια σε σπίτι σιδερά στο Βυζίκι κατά τα γυμνασιακά μου χρόνια και έχω τραβήξει μάλιστα αρκετές φορές το φυσερό. Τη περίοδο πριν από το «Σπαρτό» σημειωνόταν πολύ «πλάκωση», δηλαδή πολύς κόσμος, στο μαγαζί του σιδερά.
Μόλις έκρινε ο ζευγολάτης ότι έπεσαν αρκετές βροχές και ήρθε ο καιρός για όργωμα ξεκίναγε. Δεν άρχιζε ποτέ ημέρα Τρίτη όπως έκανε άλλωστε για κάθε γεωργική εργασία, γιατί στη συνείδηση του λαού η ημέρα αυτή ήταν μαύρη μέρα εξ αιτίας της πτώσης της Κωνσταντινούπολης. Θεωρούσαν ότι δεν θα πήγαινε καλά η σοδειά αν έκαναν την αρχή της σποράς ημέρα Τρίτη.
Ξύπναγε όλη η οικογένεια μπονόρα(πρωί-πρωί),άναβαν το τζάκι, έβραζαν και έτρωγαν τραχανά, φόρτωναν τα σύνεργα στα μουλάρια τους και έφευγαν για το χωράφι μπροστά ο νοικοκύρης και πίσω η νοικοκυρά έχοντας στον ώμο το σακούλι με το ψωμί και στο χέρι τη τέσα με το φαί για το χωράφι. Το φαγητό που έπαιρναν μαζί τους ήταν ψωμί, ελιές, τυρί, τσιγαρίδες( αν δεν νήστευαν), χυλοπίτες τσιγαριστές και γενικά οτιδήποτε πρόχειρο.
Όταν τελείωνε το ψωμί η νοικοκυρά «ανάπιαζε» το προζύμι το βράδυ, ζύμωνε τη νύκτα και φούρνιζε το πρωί ή έφτιαχνε μια κουλούρα πρόχειρη από τη ζύμη του ψωμιού. Αυτή την έψηνε ή στο φούρνο μπροστά αφού έβαζε τα ταψιά με το ψωμί ή τη έψηνε στη φωτιά του τζακιού. Τραβούσε τη φωτιά με τη μασιά καθαρίζοντας το δάπεδο, τοποθετούσε την κουλούρα που είχε πλάσει με λεπτό πάχος, σκέτη χωρίς ταψί και τη σκέπαζε με τη φωτιά που είχε κρατήσει στην άκρη. Μόλις καταλάβαινε ότι είχε ψηθεί την έβγαζε, την καθάριζε από τις στάχτες και τις καμένες άκρες την δίπλωνε με μια πετσέτα και την έπαιρνε στο χωράφι. Το πρόχειρο αυτό ψωμί το έλεγαν «στακτοκιούλα» προφανώς επειδή ψηνόταν στις στάχτες.
Σε κάποιες περιπτώσεις τη παρασκευή του ψωμιού και του φαγητού καθώς και την προσοχή των μικρών παιδιών, την αναλάμβανε η γιαγιά της οικογένειας που, αφού φρόντιζε όλα αυτά, πήγαινε αργότερα στο χωράφι με ζεστό φαγητό και βοηθούσε αν μπορούσε σκαλίζοντας πίσω από το ζευγολάτη. Όμως στα πιο πολλά νοικοκυριά υπήρχε και κοπάδι με γιδοπρόβατα τα οποία πρόσεχε συνήθως ο παππούς. Αν δεν υπήρχε παππούς ή δεν μπορούσε, τότε ο ζευγολάτης είχε βαρύ φορτίο γιατί έπρεπε να τα συνδυάσει όλα μαζί. Βοηθούσαν και τα παιδιά από μικρά. Στις δεκαετίες του ’60 και ’70, στα χρόνια της γενιάς μου, ευτυχώς πηγαίναμε στο σχολείο και βοηθούσαμε στον ελεύθερο χρόνο τους γονείς μας στις δουλειές. Παλαιότερα, οι γονείς μας, βοηθούσαν πρώτα στις δουλειές και αν έμενε ελεύθερος χρόνος πήγαιναν στο σχολείο.
Όταν έφτανε ο ζευγολάτης στο χωράφι, συναρμολογούσε το αλέτρι, έβαζε τις λαιμαριές στα μουλάρια, τις συνέδεε με το ζυγό που ήταν περασμένος κάτω από τη κοιλιά των μουλαριών και το ζυγό με το αλέτρι.
Κρατούσε με το αριστερό χέρι το χερούλι του αλετριού και με το δεξί χέρι κρατούσε τα καπίστρια των μουλαριών και τη βουκέντρα που τη χρησιμοποιούσε για να αναγκάζει τα ζώα να προχωρήσουν και συγχρόνως με την άλλη άκρη της, την ξιόνη, να καθαρίζει τα φτερά της αλετροπόδας από τα κολλημένα χώματα.
Στο χωριό μας χρησιμοποιούσαν κυρίως μουλάρια στις δουλειές τους γιατί ήταν τα πιο ανθεκτικά ζώα. Πολλοί λίγοι είχαν γαϊδούρια. Τα άλογα ήταν τελείως ακατάλληλα. Παλαιότερα, μερικοί είχαν βόδια. Εντελώς αχνά θυμάμαι τις αγελάδες του παππού μου του Λεϊμόνη. Τις έλεγε «βιτσιούλες». Στα μουλάρια έδιναν τα ονόματα: Μπίλιος, Ντορής, Αράπης, Κώτσιος, Γκιόσα, Σίβα, Κοπέλα.

Το μοναδικό μουλάρι του χωριού. Η «Κοπέλα»

Ο σωστός νοικοκύρης ξεκίναγε τη σπορά κάνοντας το σταυρό του, ζητώντας δηλαδή την ευλογία του Θεού. Ύστερα τραβούσε τα καπίστρια των μουλαριών και έδινε το παράγγελμα:
-Κιά! Κιά μάτσιομ’!
Έκανε μια αυλακιά σημαδεύοντας το τόπο μιας σποριάς όπως έλεγαν. Μετά έπαιρνε το σακούλι με το σπόρο και με τη χούφτα του έσπερνε μέσα στα όρια της σποριάς σταυρωτά και προσέχοντας να ρίξει τη σωστή ποσότητα ούτως ώστε να μη φυτρώσει ούτε «αρύ» ούτε «δασύ». Μετά ξανάπαιρνε το αλέτρι και όργωνε μέσα στα όρια της σποριάς. Πρόσεχε η μια αυλακιά να χαράσσεται πολύ κοντά στην άλλη. Πίσω από το ζευγά και το ζευγάρι του πήγαινε η νοικοκυρά του κι άλλα πρόσωπα της οικογένειας με τους κασμάδες και σκάλιζαν, έσπαγαν τις μάτζες (συμπαγή κομμάτια χώματος) και έστρωναν το χώμα.
Αφού τελείωνε η μια σποριά κατά τον ίδιο τρόπο συνέχιζε στην επόμενη. Άρχιζε από το κάτω άκρο της πεζούλας –κόλαρη την έλεγαν- και προχωρούσε προς τα επάνω όπως επίσης πάντα ξεκινούσε το κάθε χωράφι από το χαμηλότερο σημείο προς το ψηλότερο και ποτέ αντίθετα. Ο καλός νοικοκύρης τηρούσε αυτούς τους κανόνες και φαινόταν η απόδοση της δουλειάς του.
Αυτός που ήταν οκνός και τσαπατσούλης «κουβεντιαζόταν» από τους άλλους. Για παράδειγμα έλεγαν: Ο τάδε κάνει μια σποριά και τ’ απολάει. Δηλαδή οργώνει όσο είναι μια σποριά και μετά σταματάει, χαζολογάει, δεν δουλεύει πραγματικά.
Κατά τη διάρκεια του οργώματος και, καθώς το αλέτρι ανακάτευε το χώμα, έβγαιναν στην επιφάνεια βορβιά (άγριοι βολβοί). Ο ζευγάς τα μάζευε ένα –ένα και όταν συγκέντρωνε αρκετά, η νοικοκυρά του τα έβραζε στο τσουκάλι και τα έτρωγαν το βράδυ όλοι μαζί σαν κάτι ξεχωριστό προσθέτοντας λίγο λάδι και πίνοντας ένα μπρίκι κρασί.
Έκαναν ένα διάλλειμα κατά το μεσημέρι για να φάνε το φαγητό τους και να ξεκουραστούνε και τα ζά(ζώα). Τους έδιναν ένα χερόβολο σανό στο καθένα ή τους κρεμούσαν τον τορβά με το κριθάρι και έτρωγαν. Δεν κρατούσε πολύ η ξεκούραση και το φαγητό. Γρήγορα ξανάρχιζαν τη δουλειά τους μέχρι το βράδυ

Το βράδυ έφτασε. Γύρισαν από το χωράφι και το τζάκι «καπίνισε».

Επέστρεφαν στο σπίτι τους πριν σουρουπώσει. Άφηναν τα σύνεργα στο χωράφι και γύριζαν μόνο με τα μουλάρια που έπρεπε να τα τακτοποιήσουν δηλαδή να τα «ξεσαμαρώσουν» (να τους βγάλουν τα σαμάρια),να τα δέσουν στο κατώι δίπλα στο παχνί τους και να τα «αχιουρίσουν» ( να τους βάλουν άχυρα στο παχνί να φάνε).
Η νοικοκυρά φρόντιζε να ταΐσει τις κότες της και να τις βάλει στο κοτέτσι. Επίσης το ίδιο έκανε και με το γουρούνι που τρέφανε σε κάθε σπίτι. Ύστερα άναβε το τζάκι και ετοίμαζε το βραδινό φαγητό. Οι άντρες τακτοποιούσαν το μεγάλο κοπάδι με τα γιδοπρόβατα και κατόπιν μπαίνανε στο σπίτι. Όλοι ήταν κατάκοποι. Έπιναν μια ρακή, για ξεκούραση και έπαιρναν τη θέση τους δίπλα από τη φωτιά στο τζάκι.
Συζητούσαν για την ημέρα που τελείωσε και έκαναν σχέδια για την επόμενη. Καμιά φορά η συζήτηση πήγαινε πιο μακριά σε παλιές ιστορίες άλλοτε πραγματικές και άλλοτε φανταστικές. Εμείς τα παιδιά αφουγκραζόμαστε τις ιστορίες αυτές, φοβόμαστε, γελούσαμε, αμφισβητούσαμε, αμφιβάλλαμε αλλά ήταν το μοναδικό πράγμα που μπορούσαμε να κάνουμε την εποχή εκείνη στο χωριό μας.

Επιστροφή από το χωράφι με το ηλιοβασίλεμα.

Μέσα στη περίοδο του Σπαρτού γιορτάζανε τη γιορτή του Αποστόλου Φίλιππου στις 14 Νοέμβρη. «Του Αγιοφιλίπουνε» λέγανε. Τότε «αποκρέβανε» γιατί από τις 15 Νοέμβρη άρχιζε το σαραντάημερο, η περίοδος της νηστείας 40 ημερών μέχρι τα Χριστούγεννα. Έτρωγαν κόκορα με χυλοπίτες και πλαστά μακαρόνια που τα έκαιγαν με λίγδα. Γι’ αυτό την ημέρα εκείνη έφευγαν νωρίς από το χωράφι για να προλάβουν οι νοικοκυρές να ετοιμάσουν τα γιορτινά εδέσματα.
Στις 21 Νοέμβρη γιόρταζε η εκκλησία μας, τα Εισόδια της Θεοτόκου ή της Παναγίας της «Μεσοσπορίτισσας». Απαγορευόταν αυστηρά η εργασία. Από την παραμονή οι γυναίκες έκαναν ετοιμασίες γι’ αυτό επέστρεφαν νωρίς στο σπίτι από το όργωμα. Πλένονταν, λούζονταν, φορούσαν καθαρά ρούχα και ζύμωναν προσφορές. Έβραζαν και σιτάρι που το πήγαιναν μαζί με τις προσφορές στην λειτουργία. Έδιναν μια προσφορά στο παπά μαζί με το συγχωροχάρτι που ήταν γραμμένα τα ονόματα των πεθαμένων και τις άλλες τις έκοβαν κομμάτια τις έβαζαν σε ένα καθαρό σακούλι και τις τοποθετούσαν δίπλα από το δίσκο με το σιτάρι για να ευλογηθούν. Μόλις σχόλαγε η εκκλησία τα μοίραζαν στους εκκλησιαζόμενους. Εκείνη την ημέρα είχε ο καθένας το μαντήλι του στην εκκλησία ειδικά για τη περίσταση. Κρατούσε το μαντήλι ανοικτό και η κάθε νοικοκυρά του έβαζε μέσα, ένα πιατελάκι σιτάρι και ένα κομμάτι προσφορά για να συγχωρεθούν οι πεθαμένοι που δεν τους ξεχνούσαν τη σημαντική εκείνη περίοδο για τους γεωργούς άλλωστε ήταν μέσα στο σαραντάημερο.
Ίσως η προσφορά του ψωμιού και του σιταριού κατά τη Θεία Λειτουργία να ήταν συνδεδεμένη άμεσα με τη σπορά, για να ζητήσουν δηλαδή άλλη μια φορά τη βοήθεια του Θεού. Δεν θυμάμαι σ’ αυτή τη γιορτή να γινόταν ποτέ πανηγύρι.
Κάθε καλός νοικοκύρης έπρεπε να τελειώσει το σπαρτό του πριν από
«τα Νικολοβάρβαρα» δηλαδή στις γιορτές της Αγίας Βαρβάρας και του Αγίου Νικολάου. Τότε ερχόταν ο βαρύς χειμώνας και όλοι μαζευόντουσαν στα σπίτια τους. Μόνο οι τσοπάνηδες κυκλοφορούσαν αναγκαστικά με τα κοπάδια τους. Η παροιμία λέει

«Η Αγία Βαρβάρα μίλησε και ο Σάββας αποκρίθη:
-Για φέρτε ξύλα κι άχερα και σύρτε και στο μύλο
Άγιο-Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος».
ή
«Στις δεκαφτά στις δεκοχτώ πέφτει η Πούλια στο γιαλό
μήτε τσοπάνης στα βουνά μήτε ζευγάς στους κάμπους».

Στις 18 Δεκέμβρη ήταν η τελευταία προθεσμία που έδιναν οι καιρικές συνθήκες για κάθε δραστηριότητα στα χωράφια.

Είχαν αγωνία αν φύτρωσαν τα γεννήματα και πήγαιναν μετά από 10-15 ημέρες να ελέγξουν τα σπαρμένα χωράφια. Επίσης φρόντιζαν «του Φωτώνε»(των Φώτων) να πάνε με τον αγιασμό να τ’ αγιάσουν. Πάντα ζητούσαν την βοήθεια του Θεού για να πετύχουν καλύτερη σοδειά.
Τα χωράφια των Κοκκινοραχιτών κυρίως εκτείνονται πάνω στο τόξο που ξεκινά βορειοδυτικά του χωριού, περνά βόρεια και καταλήγει ανατολικά. Δηλαδή από τις περιοχές : Γκούρι, Σκορτινού, Σιούρια, Καγκέλθι, Αλώνι, Μαντόνα, Κιάφα, Σιέσι, Χαλικούρα, Αραβλάκα, Τρούπες, Αρατριανταφύλι, Βάριζες, Λαταχρόνανι, Σπάτι, Μπρέκου, Άριζες.
Είχαν επίσης χωράφια πολύ κοντά στο χωριό ή μέσα στο χωριό κάποια μικρότερα ή στα εδαφικά όρια διπλανού χωριού που τ’ αγόραζαν ή τα έπαιρναν προίκα από τη γυναίκα τους.
Τώρα δεν υπάρχουν σπαρτά στο χωριό μας ούτε ζευγολάτες ούτε αλέτρια. Τα περισσότερα χωράφια έχουν μετατραπεί σε ελαιώνες, άλλα δε έχουν γίνει «μπαίρια»(έχουν χερσώσει) και είναι γεμάτα από βάτα, αγκάθια, αγκορτσιές και πουρνάρια.
Για όλους εμάς που γεννηθήκαμε και ζήσαμε σ’ αυτό το χωριό είναι ένας τόπος γεμάτος αναμνήσεις.

30/11/2009
Μαρίνα Διαμαντοπούλου-Τρουπή