Ο Τρύγος


Θέρος, Τρύγος, Πόλεμος! Μια φράση που χρησιμοποιούσε ο λαός για να περιγράψει την εργασία του τρύγου και του θέρου που την σύγκρινε με τον πόλεμο γιατί έπρεπε να πραγματοποιηθεί τις συγκεκριμένες μέρες και στο κατάλληλο στάδιο ωρίμανσης.
Οι παλιοί έλεγαν ότι άμα «γίνουν» δηλαδή ωριμάσουν τα σιτάρια ή τα σταφύλια «δε καρτεριώνται» και πρέπει να γίνει η συγκομιδή άμεσα.
Οι κάτοικοι της Κοκκινοράχης είχαν αμπέλια από τα παλιότερα χρόνια και το σπουδαίο είναι ότι κάποιοι απ’ αυτούς τα καλλιεργούν ακόμα και σήμερα εν αντιθέσει από τα γύρω χωριά που τα αμπέλια τους έχουν εγκαταλειφθεί.
Δεν είχαν μεγάλη παραγωγή κρασιού, φρόντιζαν μόνο για την αυτάρκεια της οικογένειας τους καθ’ όλη τη χρονιά. Για να θεωρηθεί κάποιος καλός νοικοκύρης έπρεπε μαζί με τα άλλα αγαθά που αποθήκευε για την ετήσια τροφοδοσία, να έχει τουλάχιστον ένα βαγένι κρασί. Κάποιοι νοικοκυραίοι είχαν στα κατώγια των σπιτιών τους δύο ή τρία βαγένια.
Τα αμπέλια τα φρόντιζαν όλο το χρόνο για να έχουν καλύτερη απόδοση. Αφού είχαν φροντίσει για τη λίπανση τους τον Οκτώβριο με κοπριά από τα γιδοπρόβατα, άρχιζαν από το Φλεβάρη με το κλάδεμα που το έκαναν οι γέροντες σαν πιο έμπειροι και στη συνέχεια το σκάψιμο κατά τον Μάρτη από τους νέους που άντεχαν, σχηματίζοντας μικρούς λόφους χώματος γύρω από το κορμό του αμπελιού τα λεγόμενα «κουτρούλια». Το Μάιο το αμπέλι έβγαζε τα πρώτα φύλλα και έτρεχαν να το ραντίσουν και να το θειαφίσουν. Από τον Ιούνιο μέχρι τον Αύγουστο φρόντιζαν τακτικά να το «καθαρίσουν» δηλαδή να κόψουν μερικά βλαστάρια που δεν είχαν σταφύλια (τα στέρφα) ή μερικά φύλλα για να πάρουν «αέρα» τα σταφύλια όπως έλεγαν.
Στα τέλη Αυγούστου δοκιμάζαμε τα πρώτα σταφύλια. Η μεγαλύτερη ποσότητα ήταν μαύρα σταφύλια, κρασοστάφυλα ή ασπρούδες που ήταν πιο γλυκές. Που και που έβρισκες κάποια πιο κατάλληλα προς βρώση όπως το είδος «αητονύχι» που έμοιαζε με τη γνωστή σταφίδα και το είδος «αλεπού» που ήταν η γνωστή μας ποικιλία φράουλα. Σαν παιδιά κάναμε μεγάλη χαρά όταν γινόντουσαν τα σταφύλια και γενικά όλα τα φρούτα στο χωριό μας γιατί ήταν για μας ότι είναι για τα σημερινά παιδιά οι σοκολάτες, οι γκοφρέτες ή τα πατατάκια. Βασικά τα αμπέλια προορίζονταν για κρασί, ενώ για φαί είχαν τις κληματαριές στις αυλές τους με τη ποικιλία «σιδερίτης».
Φρόντιζαν να προστατέψουν τα σταφύλια τους από τα αγριοπούλια (καρακάξες, κίσσες κ.λ.π.) που εφορμούσαν στα αμπέλια για να γευτούν τους καρπούς τους με τα «σκιαζάρια» δηλ. σκιάχτρα που τα έστηναν συνήθως στην άκρη του αμπελιού καθώς επίσης και με πολύχρωμα πανιά που κρεμούσαν στα διάφορα σημεία τα οποία φυσούσε ο αέρας και λειτουργούσαν αποτρεπτικά για τα πουλιά.
Όταν έφτανε ο Σεπτέμβρης, ο μήνας του τρύγου που πήρε από το λαό το όνομα Τρυγητής, έβγαζαν τα βαγένια από τα κατώγια, τα έπλεναν, επισκεύαζαν τυχόν ζημιές και τα γέμιζαν νερό για να «ροκώσουν», να κρατηθεί δηλαδή υγρό το ξύλο τους ούτως ώστε να μην δημιουργηθούν κενά ανάμεσα στις δόγες τους και χυθεί το κρασί που θα έριχναν μέσα.
Τα βαγένια έφτιαχνε και επισκεύαζε ο Γιάννης Παναγόπουλος ή Καβλέσης από τη Λυσσαρέα ή τ’ αγόραζαν από περαστικούς βαγενάδες .

Περίμεναν το κατάλληλο στάδιο ωρίμανσης, ούτε πιο νωρίς αλλά ούτε πιο αργά, για να πετύχουν ποσότητα και ποιότητα στο παραγόμενο κρασί και καιρού επιτρέποντος πραγματοποιούσαν τον τρύγο από τις 15 έως τις 25 Σεπτέμβρη. Επικρατούσε μεγάλο πανηγύρι στα αμπέλια, εργάζονταν πυρετωδώς μικροί μεγάλοι χωρίς ανάσα.
Έκοβαν τα σταφύλια, τα τοποθετούσαν σε κοφίνια κατόπιν τα έριχναν στις μεγάλες κοφίνες που φόρτωναν στα μουλάρια, μία από κάθε πλευρά και τα μετέφεραν στους λινούς για πάτημα. Συνήθως συνέπρατταν δυο οικογένειες και τρυγούσαν όλοι μαζί πρώτα το αμπέλι της μιας οικογένειας και ύστερα στης δεύτερης όπως έκαναν άλλωστε και σε άλλες αγροτικές εργασίες.
Αυτό που έχει μείνει στη μνήμη μου σαν αξιόλογο στοιχείο είναι η αλληλοβοήθεια και ο πανηγυρικός χαρακτήρας όλων των αγροτικών εργασιών που έβαζε τη κούραση στο περιθώριο.
Το δημοτικό τραγούδι έχει υμνήσει το αμπέλι και το τρύγο:

Αμπέλι μου καλέ πλατύφυλλο
και κοντοκλαδεμένο μα τη θάλασσα, κοντούλα και γιομάτη δεν σ’ αντάμωσα.
Για δεν ανθείς καλέ για δεν καρπείς
Σταφύλια για δεν κάνεις μα τον ουρανό, μα την αλυσιδίτσα που ‘χεις κόρη μ’ στο λαιμό.
Για βάλε νιούς καλέ και σκάψε με
Γέρους και κλάδεψε με μα τη θάλασσα, κοντούλα και γιομάτη δε σ’ αντάμωσα.
Βάλε κορίτσια ανύπαντρα
Να με κορφολογήσουν μα το ουρανό, μα την αλυσιδίτσα που ’χεις κόρη μ’ στο λαιμό.

Ο λινός και το πάτημα

Ακολουθούσε το πάτημα των σταφυλιών στο λινό που συνήθως ήταν κατασκευασμένος στο κατώι. Οι πιο νέοι και δυνατοί έπλεναν καλά τα πόδια τους έμπαιναν μέσα στο λινό με τα σταφύλια τα πατούσαν πολλή ώρα και τα πολτοποιούσαν ώσπου να τρέξει ο μούστος. Στο χωριό μας έφτιαχναν όλοι το κόκκινο κρασί. Πέρα από τη κατάλληλη ποικιλία αμπελιού που είχαν για να πετύχουν το χρώμα άφηναν τα πατημένα σταφύλια μέσα στο λινό μέχρι την άλλη μέρα για να «βάψει» όπως έλεγαν.

Κατόπιν «έπιαναν» το μούστο από το σωλήνα εξόδου του λινού σε λεβέτια και στη συνέχεια το μετέφεραν με τσουκάλια στα βαγένια. Τη ποσότητα του παραγόμενου μούστου τη μετρούσαν με «μπότσες»(1 μπότσα = 2 οκάδες). Τα βαγένια χωρούσαν από 100 μπότσες έως 200 μπότσες.
Τις χρονιές που δεν εξασφάλιζαν την απαιτούμενη ποσότητα ή έπαιρναν από συγχωριανό τους ή πήγαιναν με τα μουλάρια σε άλλα χωριά της Ηραίας (Τσιούκα) ή της Ηλείας(Μεράκα, Μάζι, Άσπρα Σπίτια, Τζάχα) ή της Αχαίας(Πανόπουλου τα Χάνια, Τόγια) που είχαν μεγάλη παραγωγή και έφερναν μούστο με τον οποίο συμπλήρωναν το δικό τους. Τα δοχεία μεταφοράς ήταν τα ασκιά δηλαδή επεξεργασμένα δέρματα ζώων γυρισμένα ανάποδα. Έτσι το εσωτερικό μέρος του ασκιού ήταν το τριχωτό μέρος του δέρματος το οποίο βέβαια είχε υποστεί επεξεργασία. Τα ασκιά αυτά πιο παλιά, πριν κυκλοφορήσουν τα ξύλινα βαρέλια, τα χρησιμοποιούσαν και για την αποθήκευση του τυριού. Τι είχαν επινοήσει!
Έριχναν μαζί με το μούστο την ανάλογη ποσότητα σε ρετσίνι και κάποιοι προσθέτανε
μια-δυο «καραμέλες» σαν συντηρητικό για να κρατηθεί το κρασί μέχρι τέλους της χρονιάς και να μην ξιδιάσει. Έκλειναν πολύ καλά το στόμιο του βαγενιού με το καπάκι(την ακονίτσα) και έσταζαν λιωμένο ρετσίνι γύρω-γύρω να μην παίρνει αέρα, όπως έλεγαν.
Κρατούσαν λίγο μούστο οι νοικοκυρές για να παρασκευάσουν διάφορες λιχουδιές. Έφτιαχναν μουσταλευριά, μουστοκούλουρα και σουτζούκια.

Έντονες μυρωδιές πλανιόταν στην ατμόσφαιρα του χωριού.
Φρόντιζαν να αποθηκέψουν σωστά τα υπολλείματα των πατημένων σταφυλιών, τα τσίπουρα, σε κλειστά σακιά προκειμένου να γίνει η ζύμωση και να βγάλουν το τσίπουρο το Νοέμβρη.
Του Αγίου Δημητρίου, με αφορμή και την ονομαστική εορτή, πραγματοποιείτο η εγκαινίαση των βαγενιών και δοκίμαζαν το καινούριο κρασί. «Θα αγκινιάσουμε τα βαγένια» έλεγαν. Το έθιμο πρόσταζε: οι άντρες του χωριού μαζευόντουσαν και επισκέπτονταν με τη σειρά τα σπίτια από κάτω μέχρι πάνω στο χωριό, εγκαινίαζαν τα βαγένια κάθε νοικοκυριού ανεξαρτήτως αν γιόρταζε ή όχι, εκτός αν είχε πένθος οπότε το σεβόντουσαν. Το γλέντι και το τραγούδι καλά κρατούσε. Έβρισκαν αφορμή για διασκέδαση γιατί έτσι ήταν τότε η κοινωνική ζωή.
Κάθε φορά που άδειαζαν το ποτήρι τους αναφωνούσαν: Α! Και τα ρουπάκια κλήματα να γίνουν!
Μέχρι να φτάσουν στο τελευταίο σπίτι βέβαια το κρασί είχε μετατρέψει τα τραγούδια τους σε παρατράγουδα.

Ένα από τα τραγούδια που έλεγαν κατά τον εορτασμό του εθίμου αυτού είναι:

Τρεις αντρειωμένοι βούλησαν μαργαριταρένια μου.
Για να βγουν από τον Άδη μαργαριταριάς κλωνάρι.
Ένας το Μάη θέλει να βγει μαργαριταρένια μου.
Γιέ μ’ κι ο άλλος τον Αλωνάρη μαργαριταριάς κλωνάρι.
Κι ο Δήμος τ’ Αγιοδημητριού μαργαριταρένια μου.
Γιε μ’ που ανοίγουν τα βαγένια κι έχουν οι μπεκρήδες έννοια.
Μια κόρη τους αγροίκησε μαργαριταρένια μου.
Γιε μ’ θέλει να πάει μαζί τους για παρηγοριά δική τους.
-Κόρη βροντάν τ’ ασήμια σου και τρίζουν τα σκαρπίνια σου
Και θα μας ακούσουν κι άλλοι μαργαριταριάς κλωνάρι.
Εγώ τ’ ασήμια τα πετώ μαργαριταρένια μου
Τα σκαρπίνια τα χαλάου αει στο πάνου κόσμο πάου.

Η ρακή ή τσίπουρο
Στις αρχές Νοέμβρη τελείωνε ο κύκλος των σταφυλιών με την απόσταξη των τσίπουρων και τη παρασκευή της ρακής (τσίπουρου).

Στο χωριό μας υπήρχε ένα καζάνι απόσταξης και όλοι περίμεναν τη σειρά τους για να βγάλουν την ρακή της χρονιάς. Άναβαν τη φωτιά, το καζάνι έπαιρνε τη θέση του και δούλευε ασταμάτητα μέρα– νύκτα μέχρι να εξυπηρετηθεί όλο το χωριό. Ξενυχτούσαν παρέες –παρέες προσέχοντας τη φωτιά, συλλέγοντας τη ρακή και δοκιμάζοντας με αγωνία τη «πρώτη στάλα» που ήταν το κριτήριο για την αξιολόγηση της ποιότητας της.
Όπως ήταν αναμενόμενο το κέφι δεν αργούσε να έρθει και έτσι είχαν άλλη μια ευκαιρία για τραγούδι και διασκέδαση.
Η ρακή ή τσίπουρο ήταν δυνατό ποτό και το έπιναν κυρίως οι άντρες τις κρύες μέρες του χειμώνα, κερνούσαν τους επισκέπτες και ακόμα τη χρησιμοποιούσαν για εντριβές στους αρρώστους.
Σήμερα εξακολουθούν και παράγουν ρακή βεβαίως σε μικρότερες ποσότητες.

26/10/2009
Μαρίνα Διαμαντοπούλου-Τρουπή