Η γιαγιά


Τούτα τα λόγια που γράφω είναι φόρος τιμής στη γιαγιά-Ντίνα, τη «Γιώργαινα τη Θάναινα» όπως την έλεγαν, τη μεγαλύτερη αγωνίστρια της ζωής και σ’ όλες τις γιαγιάδες που είχε η γενιά μας κατά τη περίοδο των δεκαετιών ’60 και ’70 που είμαστε παιδιά. Μιλάω ξεχωριστά για τη γιαγιά τη Ντίνα γιατί έδωσε το μεγαλύτερο αγώνα επιβίωσης στη Κοκκινοράχη τα χρόνια τα δύσκολα που «να μην τα ξαναζήσουμε», όπως έλεγαν οι παλιοί και τον κέρδισε παλικαρίσια.
Έζησε τη φτώχεια, την ανέχεια, τη πείνα, τη φροντίδα πολυπληθούς οικογένειας, τη χηρεία, το πόλεμο, τη κατοχή, τη σκληρή δουλειά και κράτησε αξιοπρέπεια.
Ήταν κόρη του Γιώρη και της Μυγδάλως Σουλελέ από την Αράχωβα και ήρθε νύφη το 1927 στη Κοκκινοράχη (Μπούζα). Η μάνα της, η Μυγδάλω, ήταν από το Ζυγοβίστι. Είχε άλλα εννιά αδέλφια (τρία αγόρια, έξι κορίτσια) και δύο από το προηγούμενο γάμο του πατέρα της.
Παντρεύτηκε το Γιώρη το Θάνο (Γεώργιο Θανόπουλο), που είχε χηρεύσει από το πρώτο του γάμο. Δεν γνώριζε ότι θα έβρισκε έξι παιδιά μέσα στην οικογένεια. Αφού έγινε ο γάμος τότε της το γνωστοποίησαν.
Γέννησε κι άλλα παιδιά. Πέντε τον αριθμό. Το πρώτο της πέθανε. Η οικογένεια μεγάλωσε υπερβολικά. Την αποτελούσαν δέκα παιδιά, οι δυο γονείς και ο παππούς .
Η Μοίρα της επεφύλασσε το επόμενο κτύπημα. Ο άντρας της πέθανε το 1940, αφήνοντας το τελευταίο παιδί, το κορίτσι της, σε ηλικία μόλις ενάμιση χρόνου και έχοντας παντρέψει μόνο ένα κορίτσι από τα πρώτα του παιδιά. Δυστυχία μεγάλη.
Που να θρέψει τόσα στόματα μόνη της; Δεν έφτανε όμως αυτό. Ήρθε και ο πόλεμος και μετά η κατοχή. Φρίκη!
Έχασε και την αδερφή της που ήταν και αυτή παντρεμένη στη Κοκκινοράχη από προξενιό του άντρα της.
Τότε της είπαν συγγενείς και συγχωριανοί:
-Γιώργαινα! Άστο το κορίτσι να πεθάνει. Είναι το μικρότερο. Τουλάχιστον να σου ζήσουν τ’ άλλα.
Εκείνη το εξομολογήθηκε στο παπά, μα εκείνος τη μάλωσε. Είναι αμαρτία, της είπε.
Καλύτερα να πας για διακονιά παρά ν’ αφήσεις το παιδί σου να πεθάνει.
Ναι, πήγε για διακονιά και το ανάστησε το παιδί της όπως και τα υπόλοιπα.
Τα αδέρφια της από την Αράχωβα την στήριξαν. Της έφερναν σιτάρια από τα ξαδέρφια τους στου Μάρκου που είχαν αρκετή παραγωγή. Η μάνα της, μάνα λιονταρίνα, στάθηκε στο πλευρό της. Αλλά όλα αυτά δεν αναπληρώνουν τον στυλοβάτη της οικογένειας.
Αντιμετώπισε και τις άλλες δυσκολίες που προερχόντουσαν από τους γύρω γιατί μια χήρα γυναίκα ήταν πάντα εύκολος στόχος, η ζωή ήταν σκληρή και έκανε και τους ανθρώπους σκληρούς.
Έχασε μια κόρη(προγονή),την Ελένη, δέκα εφτά χρονών.
Η φτώχεια της ήταν απερίγραπτη. Είχε υποχρέωση να παντρέψει και να αποκαταστήσει τα παιδιά της. Μα πώς;
Τη δεκαετία του ΄50 τα τέσσερα αγόρια έφυγαν για την Αθήνα ακολουθώντας τους δρόμους της εσωτερικής μετανάστευσης. Δυο αγόρια παντρεύτηκαν και έμειναν στο χωριό καθώς και τα κορίτσια.
Αποκαταστάθηκαν όλα τα παιδιά της. Κέρδισε.
Απόκτησε νυφάδες και γαμπρούς. Είδε εγγόνια και δισέγγονα.
Έφυγε το 1987 σε μεγάλη ηλικία. Τίμησε με τον ανώτατο βαθμό τη γενέτειρα της, την Αράχωβα. Τίμησε τη φύτρα της, το σόι των Σουλελέων. Τίμησε όμως και τη Κοκκινοράχη, το σόι των Θανοπουλαίων.
Τι χρήσιμη ήταν η φράση που χρησιμοποιούσε για να μας συμβουλέψει!
-Να ‘χετε λόγια μωρή, να’ χετε λόγια!
Εννοούσε να μιλάμε με τους ανθρώπους, να είμαστε κοινωνικοί, να είμαστε ευγενικοί, να έχουμε καλή επικοινωνία και να μην είμαστε με κατεβασμένα μούτρα.
Η φιλοτιμία της ήταν υποδειγματική.
Όταν την κερνούσαν κάτι, το έβαζε στη τσέπη, δεν το έτρωγε. Όποιον συναντούσε μετά, τον φίλευε.
Πάντα χαμογελαστή και καλοσυνάτη. Πρόθυμη να βοηθήσει.
Μια μικροσκοπική αεικίνητη γιαγιά.
Η γιαγιά η Ντίνα.

Η γιαγιά η Ντίνα σε μεγάλη ηλικία κρατώντας μια αγκαλιά ξύλα για τη φωτιά, όταν δεν υπήρχε ανάγκη πλέον να το κάνει αυτό, όμως η δύναμη της συνήθειας τόσων δεκαετιών είναι καθοριστική μέχρι το τέλος της ζωής(φωτογραφία 1982).

26/11/2009
Μαρίνα Διαμαντοπούλου-Τρουπή