Εορτασμός 25ης Μαρτίου στο χωριό

Θα σκαλίσουμε τη μνήμη μας για άλλη μια φορά προκειμένου να αντλήσουμε θέματα για το χωριό μας, τα οποία θα καταγράψουμε όχι απλά για να παρελθοντολογήσουμε και να ωραιοποιήσουμε αλλά να νοσταλγήσουμε, να επικοινωνήσουμε στη βάση της κοινής μας ρίζας και των κοινών βιωμάτων.
Ανήκουμε στη κατηγορία των ανθρώπων που κρατάνε ζωντανές τις καλές στιγμές απο τη σκληρή και δύσκολη ζωή στο χωριό και τοποθετούν στην άκρη τις άσχημες.
Άλλωστε είναι πεποίθηση μας ότι μελετώντας το παρελθόν και αντλώντας γνώση από τις εμπειρίες χτίζεις ένα καλύτερο μέλλον. Δεν στεκόμαστε λοιπόν στείρα στο παρελθόν αλλά το χρησιμοποιούμε ως ασπίδα για το μέλλον.
Μπήκε ο Μάρτης, πλησιάζει η 25η Μαρτίου που είναι μεγάλη γιορτή για την Ελλάδα, τα σχολεία ετοιμάζονται για την παρέλαση και αναπόφευκτα οι αναμνήσεις έρχονται αλυσιδωτά απο την εποχή που γιορτάζαμε εμείς σαν μαθητές στο σχολείο του χωριού μας την ημέρα αυτή.
Αποτελούσαν μεγάλο γεγονός για το μικρό μας χωριό οι σχολικές γιορτές (Χριστούγεννα, 25η Μαρτίου, λήξη σχολικής χρονιάς).
Στο χωριό μας λειτούργησε Δημοτικό Σχολείο από το 1965 έως το1978 που έκλεισε ελλείψει μαθητών. Πριν το 1965 οι Κοκκινοραχίτες μαθητές πήγαιναν στην Αετορράχη πεζοί, διανύοντας απόσταση 2,5 χιλιομέτρων. Κατά τη χρονική περίοδο που λειτουργούσε το δικό μας σχολείο ερχόντουσαν παιδιά από τους Αράπηδες περπατώντας και αυτά καθημερινά περίπου 3 χιλιόμετρα. Ο ετήσιος αριθμός μαθητών του σχολείου ήταν 30-35 και ακολουθούσε φθίνουσα πορεία ώσπου το 1978 έμειναν δυο μαθητές. Το σχολείο στεγαζόταν στο ισόγειο της οικίας του Κ. Χρονόπουλου.
Η γιορτή του Ευαγγελισμού ήταν η πιο λαμπρή. Την καρτερούσαμε με λαχτάρα εμείς και οι γονείς μας. Αισθανόμαστε δέος και ευγνωμοσύνη για τους αγωνιστές προγόνους μας που μας χάρισαν την ελευθερία. Αισθανόμαστε όμως και σεβασμό στην σημαντικότητα της θρησκευτικής γιορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Ήταν συγχρόνως και όαση χαράς μέσα στη μονότονη, σκληρή και φτωχή χωριάτικη ζωή. Γιατί να το κρύψουμε;
Οι προετοιμασίες άρχιζαν περίπου ένα μήνα πριν τη γιορτή.
Ο δάσκαλος έφερνε τα θεατρικά, τους διαλόγους και τα ποιήματα στη τάξη. Μοίραζε τους ρόλους κατά τη κρίση του σε όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές.
Θεωρούσαμε ότι αποτελούσε τιμή για μας η συμμετοχή στον εορτασμό και όχι αγγαρεία. Ακόμα μεγαλύτερη τιμή αποτελούσε δε η ανάθεση του ρόλου του πρωταγωνιστή ή της πρωταγωνίστριας του θεατρικού έργου ή η εκφώνηση μεγάλου ποιήματος.
Τρέχαμε στο σπίτι μας με χαρά για να το ανακοινώσουμε στους δικούς μας. Τότε άρχιζε πυρετός προετοιμασίας.
Ψάχναμε να βρούμε τη κατάλληλη φορεσιά για το ρόλο μας. Άνοιγαν τα μπαούλα, φρεσκάραμε τα ρούχα και αν κάτι έλειπε ζητούσαμε τη βοήθεια συγγενών ακόμα και από τα γύρω χωριά.
Θυμάμαι ότι σ’ όλες τις τάξεις του Δημοτικού σχολείου φορούσα παραδοσιακά ρούχα με τις κατάλληλες διορθώσεις που τα προσάρμοζαν στην ανάπτυξη μου. Ήταν το νυφικό φόρεμα της γιαγιάς μου που παντρεύτηκε το 1922.
Τη φορεσιά συμπλήρωνε ένα παραδοσιακό βέλο για το κεφάλι(δαντελένιο πανί μαύρου χρώματος) το οποίο είχα δανειστεί από μια γιαγιά από το Ψάρι.
Τις τελευταίες χρονιές όμως είχαμε ενοικιάσει( ναι ενοικιάσει!) ένα παλαιότατο εξαιρετικό φέσι από συγγενείς μας στο χωριό Λυσσαρέα. Από την ίδια οικογένεια είχαμε ενοικιάσει και μια φουστανέλα, γνήσια παραδοσιακή με 400 φύλλα και μεγάλου βάρους, σπουδαίο κειμήλιο, την οποία φορούσε ο αδερφός μου.

25 Μαρτίου 1972. Κορίτσια ντυμένα με φορεσιές

Παράλληλα με τις ετοιμασίες των φορεσιών, μελετούσαμε τους ρόλους μας και κάναμε αμέτρητες πρόβες μέχρι να τελειοποιήσουμε την απόδοση μας.
Περιμένοντας τη μεγάλη γιορτή στήναμε και τη θεατρική σκηνή στο προαύλιο του σχολείου. Δουλεύαμε με μεράκι, μαθητές και δάσκαλος. Καμιά φορά βοηθούσε κάποιος γονέας αλλά η περισσότερη εργασία γινόταν από εμάς.
Σε υπερυψωμένο χώρο στο προαύλιο ανοίγαμε τέσσερις λακκούβες στις οποίες τοποθετούσαμε τέσσερα δοκάρια καλά στερεωμένα. Στην οροφή καρφώναμε μερικές σανίδες καθώς και στις τρεις πλευρές.
Κατόπιν κλείναμε γύρω-γύρω και την οροφή της σκηνής με διάφορα ρούχα (κουρελούδες, χεράμια, απλάδια) αφήνοντας την μπροστινή πλευρά ελεύθερη. Όμως μπροστά κρεμούσαμε κουρτίνα την οποία ανοίγαμε και κλείναμε με αυτοσχέδιο χειρισμό όπως σε όλες τις θεατρικές σκηνές.

Στην εξωτερική πλευρά της πρόσοψης της σκηνής φτιάχναμε αψίδα από κλαδιά βάγιας (δάφνης).
Ίδια δάφνινη αψίδα τοποθετούσαμε επίσης και την είσοδο του σχολείου. Με βάγια στεφανώναμε και τις εικόνες των ηρώων που κρεμούσαμε στους τοίχους της αίθουσας. Το χωριό μας έχει αρκετά δέντρα βάγιας ειδικά στις απόκρημνες όχθες του Φαραγγιού της Γκούρας που διέρχεται παραπλεύρως.

Κάτω στρώναμε κουρελούδες και σαίσματα. Αφήναμε και ανοίγματα για είσοδο και έξοδο της σκηνής.
Αν θυμάμαι καλά δυο ή τρεις χρονιές τη θεατρική σκηνή τη στήναμε στο χώρο που χρησιμοποιούσαμε για αθλητισμό ο οποίος είχε παραχωρηθεί από το συμπατριώτη μας Τάκη Θανόπουλο για σχολική χρήση στη θέση «Σπέλιζα» κοντά στην εκκλησία της Παναγίας.
Το προηγούμενο βράδυ της γιορτής η μητέρα μου ετοίμαζε τα μαλλιά για να φαίνονται ωραία με το φέσι. Έφτιαχνε σ’ ένα βαθύ πιάτο ζαχαρόνερο, βούταγε την χτένα μέσα σ’ αυτό και κατόπιν κτένιζε τα μακριά μαλλιά μου, τα έκανε μπούκλες και τα κάρφωνε με τσιμπιδάκια. Το πρωί που ξυπνούσα, τα μαλλιά είχαν «κοκαλώσει» και έτσι, μόλις φορούσα το φέσι, ξεπηδούσαν ωραίες μπούκλες που προσέδιδαν περίσσεια ομορφιά κατά τα τότε πρότυπα. Χρησιμοποιούντο τα απλά καθημερινά υλικά στην υπηρεσία της ομορφιάς και του καλλωπισμού. Θα προσθέταμε όμως και το εξής:
«Πενία τέχνας κατεργάζεται».
Σαν έφτανε η λαμπερή ημέρα της 25ης Μαρτίου ήταν όλα έτοιμα.
Η ημέρα ήταν πάντα λαμπερή και ηλιόλουστη. Τουλάχιστον έτσι έχει μείνει στην μνήμη μου. Σίγουρα θα υπήρξαν βροχερές και κρύες μέρες ανήμερα του Ευαγγελισμού. Δεν θυμάμαι όμως καμιά τέτοια.

Στους κήπους κυμάτιζαν τα καταπράσινα σιτάρια και κριθάρια από το ελαφρύ φύσημα του ανέμου και στα άσπαρτα χωράφια αμέτρητες μαργαρίτες σχημάτιζαν ατέλειωτο κατάλευκο χαλί. Που και που ζουζούνιζαν οι πρώτες μέλισσες ρουφώντας τους πρώτους χυμούς των λουλουδιών

Αγκορτσιά

Οι αγκορτσιές, ολάνθιστες νυφούλες, προπομποί της άνοιξης και του Μαγιού, συμπλήρωναν το εορταστικό σκηνικό.

Πικραμυγδαλιά

Οι πικραμυγδαλιές στολίστηκαν γιορτινά και ανοιξιάτικα λες και συμμετείχαν στον μεγάλο εορτασμό. Στους κήπους ξεπρόβαλλαν τα πρώτα λευκά κρίνα του Ευαγγελισμού.

Η άνοιξη πάνω απ’ όλα ήταν μέσα στις καρδιές μας. Ζούσαμε την ιερότητα και τη σημαντικότητα της ημέρας.
Το μικρό χωριό μας δεν είχε παπά ούτε δοξολογία. Ο παπάς λειτουργούσε στην Αετορράχη του Ευαγγελισμού. Ούτε παρέλαση γινόταν. Εμείς όμως κάναμε τη γιορτή μας κανονικά με ακροατήριο όλους τους χωριανούς. Επειδή παρακολουθούσαν μαθήματα στο Δημοτικό μας σχολείο και μαθητές από το χωριό Αράπηδες ερχόντουσαν ασφαλώς οι γονείς τους και οι συγγενείς τους από εκεί.
Πόσοι ήρωες δεν ζωντάνεψαν πάνω σε εκείνη τη σκηνή! Πόσες σκηνές του Αγώνα της Απελευθέρωσης δεν αναπαραστάθηκαν μέσα από τα θεατρικά έργα που ξεδιπλώθηκαν μπροστά σε εκείνο το κοινό! Πόσα αριστουργήματα Ελλήνων ποιητών απαγγέλθηκαν! Και πόσα ιστορικά δημοτικά τραγούδια!
Όλη η γιορτή περιλάμβανε 2-3 μεγάλα θεατρικά έργα, ποιήματα απ’ όλα τα παιδιά και πολλά τραγούδια. Ο Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας, ο Νικηταράς, τα Δερβενάκια, η Τριπολιτσά, το Βαλτέτσι, ο Παπαφλέσσας, το Μεσολόγγι, οι Σουλιώτες, ο Μπότσαρης, ο Τζαβέλας και όλοι οι ήρωες της Επανάστασης ζωντάνευαν από τους μικρούς μαθητές.
Θα αναφέρω δυο αξέχαστες εικόνες πάνω από τη θεατρική σκηνή που έμειναν στη μνήμη μου.

Θυμάμαι την πρώτη εικόνα:
Στο δάπεδο της σκηνής είχαμε στρώσει κλαδιά δέντρων(γλαντζινιά), κάθονταν επάνω τα αγόρια φουστανελοφόροι παριστάνοντας τους κλέφτες και αρματωλούς που ξεκουράζονταν στο λημέρι τους.

Στη μέση καθόταν ο Μεγάλος Απελευθερωτής Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με πιστή αναπαράσταση (φορεσιά, περικεφαλαία κ.λ.π.).
Τραγουδούσαν:

Μαύρη μωρέ μαύρη ζωή που κάνουμε.
Εμείς οι μαύροι κλέφτες, εμείς οι μαύροι κλέφτες.
Ποτέ μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε.
Ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε.
Όλη μωρέ, όλη μερούλα πόλεμο.
Όλη μερούλα πόλεμο το βράδυ καραούλι.

την δεύτερη εικόνα:
Η Τζαβέλαινα, αυστηρή καπετάνισσα, στεκόταν όρθια εν μέσω άλλων γυναικών και κοριτσιών με αγέρωχο παράστημα και έδινε οδηγίες να ετοιμάσουν γρήγορα τα βόλια που θα τροφοδοτούσαν τον αγώνα των αρματωμένων Σουλιωτών μαχητών. Πως, υποτίθεται, κατασκευάζαμε τα βόλια; Παίρναμε διάφορα χαρτιά τα γεμίζαμε τριμμένο κάρβουνο για να αναπαραστήσουμε το μπαρούτι και κάναμε μασούρια.
Όταν τελείωνε η θεατρική παράσταση άρχιζε ο χορός. Πριν να προμηθευτούμε πικάπ τραγουδούσαν οι μανάδες και οι πατεράδες μας και εμείς χορεύαμε. Στο τέλος χορεύαμε όλοι μαζί. Τα τραγούδια που θυμάμαι από εκείνη την ημέρα είναι πολλά:
Στα Τρίκορφα μες τη κορφή.
Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά.
Μαράθηκαν τα δέντρα.
Κλέφτες μπήκαν στην αυλή.
Κορίτσια τι αγναντεύετε.
Μωρ’ περδικούλα του Μωριά
Γύραν τα ελατόκλαρα.
Έχε γεια καημένε κόσμε.
Της Λάμπρως το τραγούδι.
και άλλα πολλά…..

Όλα αυτά έγιναν από μικρά παιδιά σ’ ένα μικρό απομονωμένο χωριό της ορεινής Γορτυνίας. Την Κοκκινοράχη ή Μπούζα.
Δεν αξίζουν συγχαρητήρια σ’ αυτούς τους δασκάλους;

Τιμής ένεκεν θα αναφέρω τα ονόματα τους:
Δημήτρης Σιαμπέκος από Μάναρι Τριπόλεως
Δημήτρης Κρεββατάς από Όχθια Γορτυνίας
Ιωάννης Μπερδούσης από Σαρακίνι Γορτυνίας
Φώτης Σταυρόπουλος από Σαρακίνι Γορτυνίας
Δημήτρης Καρδαράκος από Λευκοχώρι Γορτυνίας
Δημήτρης Καρβέλας από Άρτα.

Από κείνα τα χρόνια έως σήμερα με συγκινούσε το θαυμαστό επίτευγμα των Ελλήνων με την Επανάσταση του 21 κατά των Τούρκων τόσο πολύ, όσο κανένα άλλο ιστορικό γεγονός της χώρας μας. Είναι αδιανόητο πως κατόρθωσε αυτός ο λαός να κρατήσει άσβεστη τη φλόγα της ελευθερίας 400 ολόκληρα χρόνια κάτω από καθεστώς υποδούλωσης. Είναι μεγαλόπρεπο που θυσίασε τόσα πολλά για να ζουν ελεύθερα οι επόμενες γενιές.
Δηλαδή να ζούμε ελεύθερα ΕΜΕΙΣ. Η σημερινή Ελλάδα τους χρωστάει πολλά και πάνω απ’ όλα την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
Οι σημερινοί Έλληνες αντιθέτως έχουν υποθηκεύσει την ανεξαρτησία των επόμενων γενιών.
Τουλάχιστον ας κρατήσουμε άσβεστη την μνήμη και ας προάγουμε τον Πολιτισμό μας που είναι το μεγαλύτερο όπλο εναντίον κάθε μορφής σκλαβιάς.

19 Μαρτίου 2010

Μαρίνα Διαμαντοπούλου-Τρουπή