Χριστουγεννιάτικες γιορτές στο χωριό

(Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα)

Χριστούγεννα

Οι Χριστουγεννιάτικες γιορτές στο χωριό μας, όπως και στα άλλα χωριά δεν είχαν λάμψη και στολισμούς περίτεχνους. Ήταν απλές, με πολλά μικρά έθιμα και διάφορες δοξασίες. Το χωριό μας ούτε ιερέα δεν είχε για να τελέσει τη Θεία Λειτουργία. Όποιος μπορούσε πήγαινε στην Αετορράχη στην εκκλησία.
Όμως οι γιορτές αυτές ήταν περισσότερο μέσα στη ψυχή του καθενός που περίμενε τη Γέννηση του Χριστού, την αλλαγή του χρόνου και την νυκτερινή επίσκεψη του Αη Βασίλη με προσμονή, με ευλάβεια και ελπίδα.
Η λέξη ρεβεγιόν δεν υπήρχε. Άλλωστε μέχρι την παραμονή των Χριστουγέννων ήταν η νηστεία του σαραντάημερου που είχε ξεκινήσει από τις 14 Νοέμβρη (Αγίου Φιλίππου) και, ανήμερα τα Χριστούγεννα «αρταίνονταν», δηλαδή έτρωγαν κρέας.
Το σχολείο μας έκανε διακοπές και πριν κλείσει κάναμε θαυμάσιες χριστουγεννιάτικες γιορτές με ποιήματα, σκέτς και τραγούδια. Στολίζαμε μεγάλο δέντρο (συνήθως πεύκο) με φτωχικά στολίδια που δεν είχαν καμία σχέση με τα σημερινά.
Την παραμονή, πρωί-πρωί τα παιδιά έφτιαχναν ομάδα και πήγαιναν να τραγουδήσουν τα κάλαντα στα σπίτια. Τα φίλευαν οι νοικοκυρές γλυκά, καρύδια, ρόδια, λουκούμια, καραμέλες και χρήματα(τάλιρο, δεκάρικο, εικοσάρικο δηλαδή 5 δραχμές, 10 δραχμές & 20 δραχμές αντίστοιχα). Τα αγόρια μόνο, υπαγόρευε το έθιμο. Τα κορίτσια δεν έπρεπε να πάνε. Ευτυχώς που οι γιαγιάδες και οι παππούδες αναλάμβαναν να διορθώσουν τα πράγματα για να νοιώσουμε και εμείς τα κορίτσια καλύτερα και μας έδιναν κάποια λίγα χρήματα ως δώρο, τον μπουναμά. Την υποχρέωση του μπουναμά είχε και ο νουνός του κάθε παιδιού που έπρεπε να δώσει ένα ικανοποιητικό ποσό στο βαφτιστήρι του που έλεγε τα κάλαντα.

Στολίζαμε και το δέντρο. Δεν είχαμε έλατο αλλά ούτε ψεύτικο δέντρο, παρά κόβαμε μια μεγάλη κλάρα γλαντζινιά ή στη καλύτερη περίπτωση κλάρα πεύκου, τη στήναμε σε μια γωνία της σάλας του σπιτιού και τη στολίζαμε με αυτοσχέδια στολίδια.
Βάζαμε βαμβάκι για να δείχνει χιονισμένο, κρεμούσαμε διάφορες κορδέλες, μπαλόνια και πολύχρωμα χαρτάκια από καραμέλες που τα κρατούσαμε από καιρό. Στο σπίτι μας το κυριότερο στολίδι που κρεμούσαμε ήταν οι ευχετήριες κάρτες που μας έστελνε για αρκετά χρόνια ο θείος από την Αμερική.

Οι νοικοκυρές ζύμωναν τα Χριστόψωμα, ψωμιά γιορτινά με κεντίδια, με σουσάμι και καρύδια. Οι νοικοκυραίοι είχαν φροντίσει να φυλάξουν ένα καλό σφαχτό για την ημέρα των Χριστουγέννων, συνήθως βετούλι (κατσίκι 1 έτους) ή μπερνάκι (αρνί 1 έτους) ή τράγο που τον μοιραζόντουσαν με άλλη οικογένεια.
Στη δεκαετία του ’70 πολλές οικογένειες άλλαξαν το έθιμο και, αντί να σφάξουν τα χοιρινά τις Αποκριές, τα έσφαζαν στο διάστημα ανάμεσα Χριστούγεννα-Πρωτοχρονιά. Τούτο γινόταν γιατί εκείνη τη περίοδο τα παιδιά τους που πήγαιναν στο Γυμνάσιο (Λαγκάδια, Τρόπαια, Δημητσάνα) είχαν διακοπές και ήταν με τις οικογένειες τους. Τις Αποκριές είχαν μαθήματα και δεν μπορούσαν να πάνε στα σπίτια τους. Έτσι το σφάξιμο του γουρουνιού μετατέθηκε τη περίοδο των Χριστουγέννων.
Το βράδυ της παραμονής, πηγαίνοντας για ύπνο, δεν έσβηναν τη φωτιά στο τζάκι, αντιθέτως προσθέτανε κούτσουρα. Τη μάζευαν λίγο μην πεταχτεί καμιά σπίθα ή κάρβουνο αλλά δεν την έσβηναν τελείως.
Οι μεγάλοι έλεγαν: «απόψε δεν τη σβήνουμε τη φωτιά γιατί θα γεννηθεί ο Χριστός».
Το πρωί των Χριστουγέννων αντάλλασσαν ευχές και ετοίμαζαν το γιορτινό τραπέζι. Επειδή οι περισσότερες οικογένειες ήταν τσοπαναραίοι έτρωγαν νωρίς πριν βγάλουν το κοπάδι για βοσκή. Εκείνη την ημέρα τουλάχιστον, που ήταν γιορτινή, έπρεπε να βρεθεί όλη η οικογένεια μαζί στο τραπέζι.
Το βράδυ πήγαιναν να ευχηθούν σ’ αυτούς που γιόρταζαν την ονομαστική τους γιορτή, στα γιορτοφόρια. Γιόρταζαν μόνο οι άντρες. Τα παιδιά πήγαιναν κατά ομάδες το απόγευμα πριν από τους μεγάλους και χαιρέταγαν τους εορτάζοντας.
Οι νοικοκυρές κερνούσαν δίπλες τα παιδιά και άλλα πιο περιζήτητα γλυκά τους μεγάλους. Αυτή τη συνήθεια δεν την κατανόησα ποτέ. Σήμερα, αντίθετα, προσφέρουμε στα παιδιά ότι καλύτερο έχουμε. Τότε, το ίδιο συνέβαινε σε κάθε γιορτοφόρι.

Πρωτοχρονιά
Αφού περνούσαν τα Χριστούγεννα περιμέναμε με λαχτάρα τη Πρωτοχρονιά. Πάλι τα κάλαντα, πάλι οι μπουναμάδες και το γιορτινό τραπέζι.
Στις μέρες που μεσολαβούσαν οι μεγάλοι μας μιλούσαν για τα Καρκαντζέλια που γυρίζουν πάνω στη γη, κάνουν ζαβολιές και ανακατώνουν τους ανθρώπους.
Αν γινόταν οικογενειακός τσακωμός, τον απέδιδαν στα Καρκατζέλια και δεν γίνονταν και λίγοι μέσα στις γιορτινές μέρες του Δωδεκαημέρου.
Το «Δωδεκάημερο» ξεκινά τα Χριστούγεννα και τελειώνει στις 5 Ιανουαρίου, της Πρωτάγιασης και Παραμονή των Φώτων.


Την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς έφτιαχναν τη βασιλόπιτα. Η βασιλόπιτα δεν ήταν τίποτα άλλο από τη «μπουγάτσια», το πρόχειρο ψωμί που έφτιαχναν όταν ξέμεναν από το κανονικό. Η μπουγάτσια παρασκευαζόταν από αλεύρι, νερό, λίγο λάδι και ζάχαρη, αλάτι καθώς και σόδα για να φουσκώσει γρήγορα. Σ’ αυτή λοιπόν προσέθεταν πορτοκάλι, κανελογαρίφαλα και σουσάμι ,την κεντούσαν, κάρφωναν γαρίφαλα (ξυλάκια), τοποθετούσαν και ένα νόμισμα, την έψηναν και την έκοβαν για βασιλόπιτα τη μέρα της Πρωτοχρονιάς. Ο αρχηγός της οικογένειας, συνήθως ο πατέρας, την σταύρωνε πρώτα και την έκοβε με τα χέρια. Αφού έκοβε το κομμάτι του Αη Βασίλη, του Χριστού, του σπιτιού συνέχιζε με τα κομμάτια των μελών της οικογένειας από τον μεγαλύτερο στον μικρότερο. Μεγάλες χαρές έκανε όποιος έβρισκε το νόμισμα που το «βαφτίζαμε» φλουρί. Θα ήταν τυχερός όλη τη χρονιά όποιος το έβρισκε. Οι υπόλοιποι έπρεπε να του δώσουν κάποιο ποσό.

Καρτερούσαμε και τον Άγιο Βασίλη με την αγωνία για τα δώρα που θα μοίραζε. Φυσικά ήταν μόνο στα λόγια και στη φαντασία μας. Οι μεγάλοι που παίζουν το ρόλο του Αη Βασίλη και να ήθελαν, δεν είχαν τη δυνατότητα από πολλές πλευρές να ανταποκριθούν σ’ αυτό. Έτσι έμεινε μόνο στη φαντασία μας.
Από νωρίς το πρωί της Πρωτοχρονιάς, πήγαιναν στη βρύση και έφερναν νερό χωρίς να μιλήσουν. «Το αμίλητο νερό» έλεγαν.
Έπρεπε το πρώτο άνθρωπο που θα ιδούν στην αρχή του χρόνου να είναι καλός, χαρούμενος και γουρλής και όχι κακός, γρουσούζης και μίζερος. Θεωρούσαν ότι έτσι θα πάει καλά η χρονιά, γι’ αυτό πρόσεχαν.
Απέφευγαν να πάνε επίσκεψη σε άλλο σπίτι γιατί δεν ήξεραν αν οι σπιτονυκοκυραίοι τους ήθελαν, αν θα τους πήγαιναν γούρι στο κονάκι τους. Όταν βράδιαζε, τότε καταλυόταν αυτός ο περιορισμός, άλλωστε θα πήγαιναν για να χαιρετίσουν τους εορτάζοντας.
Επίσης δεν δάνειζαν και δεν δανειζόντουσαν. Σε μας τα παιδιά έλεγαν να μην κλαίμε και γκρινιάζουμε γιατί θα κάναμε το ίδιο όλο το χρόνο.
Ευχές ακουγόντουσαν παντού: «Καλό χρόνο νάχουμε» Απαντούσαν : «Αμήν Παναγία μου».
Τη Πρωτοχρονιά συνήθιζαν να μαγειρεύουν κόκορα με χυλοπίτες ή μυτζήθρα που έμπαινε στη φωτιά με το ξημέρωμα και μοσχοβολούσε όλο το σπίτι. Τρώγαμε όλοι μαζί για να φύγει ο τσοπάνης με το κοπάδι του. Ακόμα και αυτοί που είχαν λίγα «μαρτίνια» έπρεπε να τα βοσκήσουν κι ας ήταν η μεγαλύτερη γιορτή. Τα ζώα δεν μπορούσαν να περιμένουν.

Πρωτάγιαση & Φώτα
Το Δωδεκάημερο τέλειωνε στις 5 Γενάρη, της Πρωτάγιασης. Την ημέρα εκείνη έκαναν γενική καθαριότητα και από πολύ νωρίς. Πλενόμαστε, σκουπίζαμε και ανάβαμε το καντήλι. Περιμέναμε τον παπά με τον αγιασμό να μας αγιάσει. Ο ιερέας κρατούσε την αγιαστούρα με τον αγιασμό που είχε «διαβάσει στην εκκλησία», πήγαινε σε όλα τα σπίτια και τα έραινε με το κλαδί βασιλικού για να έχουν τη βοήθεια του Θεού. Εμείς προσκυνούσαμε το Σταυρό και ρίχναμε κέρματα μέσα στην αγιαστούρα. Με τη παρουσία του παπά έφευγαν και τα Καρκατζέλια από τη Γη και κατέβαιναν στα έγκατα της για αναλάβουν ξανά το πριόνισμα του κορμού της, αφού κατά την απουσία τους έθρεψε και επανήλθε στη προηγούμενη κατάσταση.
Η ημέρα της Πρωτάγιασης ήταν ημέρα νηστείας αυστηρά. Έπρεπε να προετοιμαστούμε για τα Φώτα, για τον Μεγάλο Αγιασμό. Το φαγητό που τρώγαμε ήταν φακές χωρίς λάδι.

Την ημέρα των Φώτων πηγαίναμε στην εκκλησία στην Αετορράχη. Παίρναμε αγιασμό για το σπίτι και δίναμε σε όποιον άλλο δεν μπόρεσε να πάει στον Αγιασμό των υδάτων.
Αφού αγιάζαμε τα σπίτια, τα μαντριά και τους κήπους, εμείς τα παιδιά τρέχαμε στα χωράφια που ήταν σπαρμένα. Τα αγιάζαμε και εκείνα για να μας δώσουν μια καλή σοδειά. Το βράδυ που επέστρεφαν τα ζώα στο μαντρί φρόντιζαν επίσης να τ’ αγιάσουν.
Το χωριό μας ήταν κτηνοτροφικό και γεωργικό και εξαρτιόταν από τα ζώα και τα χωράφια. Μέσα στη γιορτινή περίοδο οι πρόγονοι μας είχαν συνέχεια την έννοια τους σ’ αυτά, παρακολουθούσαν τον καιρό και αγωνιούσαν για την εξέλιξη τους.
Πολλές φορές ακούγαμε να σχολιάζουνε και να χρησιμοποιούνε αναλόγως τις γνωστές παροιμίες:
Χαρά στα Γέννα τα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα
Και τα Λαμπρά βρεχούμενα τα αμπάρια γιομισμένα.

Πράγματι των Φώτων, κατά κανόνα είχαμε βαρυχειμωνιά με χιόνια, βροχές και πολύ κρύο. Τα χιόνια στο χωριό μας λιώνανε γρήγορα αλλά το βουνό Αρτοζήνος ήταν κατάλευκο και «έστελνε» κρύο και σε μας.
Την επόμενη μέρα, του Αγιαννιού, είχαμε πολλά γλέντια γιατί γιόρταζαν οι Γιάννηδες και ήταν αρκετοί. Σχεδόν όλο το χωριό είχε γιορτοφόρι.
Για μας τα παιδιά ήταν λίγο μελαγχολική μέρα γιατί άρχιζαν ξανά τα μαθήματα. Μας το υπενθύμιζαν οι μεγάλοι που δεν έχαναν την ευκαιρία κάθε φορά να εκφραστούν με παροιμία:
Τ’ Αγιαννιού την άλλη μέρα, πάρτη σάκα σου και φέγα.

30 Δεκεμβρίου 2009
Μαρίνα Διαμαντοπούλου-Τρουπή