Κτηνοτροφία

Το χωριό μας είναι ημιορεινό με υψόμετρο περίπου τα 600 μ. Η μορφολογία του εδάφους ποικίλει, υπάρχουν τμήματα εύφορα, λιγότερα εύφορα αλλά και τμήματα με άγρια βλάστηση καθώς και δάση αποτελούμενα από πυκνούς θάμνους. Βόρεια του χωριού υπάρχει το βουνό που εκτείνεται από τα χωριά Σέρβου – Αράπηδες και φθάνει μέχρι το χωριό Τουθόα. Τα εδάφη αυτά, όπως ήταν λογικό, έστρεψαν του κατοίκους να ασχοληθούν με την γεωργία αλλά και με την κτηνοτροφία.
Για την κτηνοτροφία λοιπόν θα ασχοληθώ στις επόμενες γραμμές προσπαθώντας να περιγράψω τις συνήθειες των τσοπάνηδων, τα έθιμα τους, την τεχνική τους, τον τρόπο ζωή τους, τις ανάγκες τους και γενικά ότι αφορά την ζωή τους. Η περιγραφή αυτή θα είναι βασισμένη σε προσωπικά βιώματα και ακούσματα που κατέχω ως γιος κτηνοτρόφου, καθώς και σε μαρτυρίες μεγαλύτερων που έχουν αφετηρία τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα μέχρι και σήμερα.
Στην αρχή του 20ου αιώνα λοιπόν οι τσοπάνηδες συνήθιζαν τα ζώα τους να τα έχουν μέσα στο χωριό και πιο συγκεκριμένα στο κάτω μέρος του σπιτιού το επονομαζόμενο «κατώι». Αυτό γινόταν για οικονομικούς λόγους αλλά και από τον φόβο της ζωοκλοπής που ήταν σε έξαρση την εποχή εκείνη. Πολύ αργότερα άρχισαν να χτίζονται μαντριά και εκτός του χωριού. Οι μεγαλύτεροι τσελιγκάδες της εποχής ήταν οι αδερφοί Νικολόπουλοι Αθανάσιος, Νικόλαος και Ηλίας, γνωστοί στην περιοχή με το ψευδώνυμο «Μαδουραίοι» οι οποίοι κατείχαν συνολικά περί τα 300 γίδια και 100 πρόβατα, καθώς και δύο βόδια. Ο Γεώργιος Αγγελόπουλος ή Λεϊμόνης κρατούσε 200 γίδια, 100 πρόβατα και δυο βόδια, τα αδέρφια Γεώργιος και Δημήτρης Θανόπουλος γνωστοί ως «Θαναίοι» κρατούσαν περί τα 150 γιδοπρόβατα ενώ ο Ασημάκης Ασημακόπουλος κρατούσε γύρω τα 100 γιδοπρόβατα. Στην πορεία του χρόνου, πολλοί συνέχισαν να ασχολούνται με την κτηνοτροφία, κυρίως κληρονόμοι των παραπάνω οικογενειών, άλλοι πάλι σταμάτησαν να κάνουν το επάγγελμα αυτό.
Στα μισά περίπου του αιώνα και λίγο πριν εμφανίζονται να παίρνουν τα ηνία ο Κω/νος Α. Νικολόπουλος, Δημήτριος Ν. Νικολόπουλος, Χρήστος Η. Νικολόπουλος, Κων/νος Αγγελόπουλος, Αγγελής Ασημακόπουλος ενώ εμφανίζεται και ο Ιωάννης Η. Γιαννόπουλος γνωστός ως «Λιόγιαννης» με δικό του κοπάδι, περί τα 100 πρόβατα, ο οποίος πριν ήταν τσοπάνης στους «Μαδουραίους» και στους «Θαναίους».
Οι τσοπάνηδες συνήθιζαν στις αρχές Απριλίου κάθε χρόνο να βγάζουν τα κοπάδια από το χωριό στην ύπαιθρο όπου «έριχναν στανοτόπι» (πρόχειρη στάνη), η οποία επηρεαζόταν κάθε φορά από την «ποστασιά» (εναλλαγή περιοχής όπου έσπερναν γεννήματα). Στο στανοτόπι, τις περισσότερες φορές, έσμιγαν το κοπάδι τους με άλλα κοπάδια ωθούμενοι από την ανάγκη για παραγωγή τυριού – η ποσότητα του γάλατος τότε ήταν πολύ μικρή – αλλά και από την ανάγκη να «αποκόψουν» (απογαλακτιστούν) τα κατσίκια τα οποία τότε δεν τα πουλούσαν μικρά αλλά τα μεγάλωναν και τα πουλούσαν ως βετούλια(κατσίκια ενός χρόνου) ή τραγιά.
Γνωστά στανοτόπια ήταν στις τοποθεσίες: Μπρέκου, Γαλαταχρόνανη, Ρίζα, Μισοκατάραχο και Γκούρι. Οι Μαδουραίοι συνήθως «έριχναν» μόνοι τους «στανοτόπι», οι Λεμοναίοι έσμιγαν με τους Θαναίους αλλά και με τους Καλογεραίους και τον Νταλμάρα από την Αετοράχη.

Φωτο: Μαντρί του Χρήστου Η. Νικολόπουλου στη τοποθεσία Ρίζα κτισμένο περίπου
το 1930 από τον πατέρα του Ηλία Νικολόπουλο.

Κατά το σμίξιμο των κοπαδιών χωρίζανε τα ζώα της παραγωγής, «γαλάρια», από τα «στέρφα» τα οποία βοσκούσαν σε διαφορετικά μέρη και με διαφορετικό τσοπάνη. Η καταμέτρηση του γάλακτος για τον κάθε «σμίκτη» γινόταν με «κουτούλια» και το πήξιμο του σε τυρί γινόταν με «κατσικοπυτιά»(το περιεχόμενο ενός τμήματος του κατσικίσιου στομαχιού, της πυτιάς όπως την έλεγαν) στα παλιά χρόνια και με υγρό από το εμπόριο αργότερα.

Το τυρί στραγγίζει μέσα στην τσαντίλα και το τυρόγαλο συγκεντρώνεται στο λεβέτι.

Την περίοδο αυτή της παραγωγής(Απρίλιο- Ιούλιο) τα ζώα αρμέγονταν τρεις φορές την ημέρα και το τυρί που έπηζαν, το συγκέντρωναν κάθε πρωί το στράγγιζαν στα τσαντίλια. Στη συνέχεια, έβραζαν το τυρόγαλο που έβγαινε από το στράγγισμα του τυριού και, αφού προσθέτανε το ανάλογο «πρόσγαλο», παρήγαγαν ένα εξαιρετικό προϊόν, τη μυζήθρα. Στο διάστημα που μεσολαβούσε μεταξύ των τριών αρμεξιών, το γάλα στην επιφάνεια του έπιανε «κορφή», την οποία συγκέντρωναν την επεξεργαζόντουσαν και τους απέφερε το βούτυρο.

Αργότερα διέθεταν τα τυροκομικά τους σε εμπόρους της περιοχής με σημαντικότερους τα αδέρφια Ν. και Ι. Χαρόπουλο γνωστούς ως «Βαλμαίους» από το χωριό Λυσσαρέα .
Μια σημαντική εργασία στην ζωή των τσοπάνηδων ήταν το κούρεμα των κοπαδιών. Ξεκινούσαν πρώτα με το κούρεμα στα «στέρφα» περίπου του Αγ. Κων/νου και ακολουθούσαν τα «γαλάρια» το πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου. Η συγκεκριμένη εργασία ήταν γιορτή, γιατί έδινε την ευκαιρία να συναντηθούν πολλοί τσοπαναραίοι μαζί αφού έκαναν «δανικαριές» (την μια μέρα κούρευαν στο ένα κοπάδι την άλλη μέρα όλοι μαζί πήγαιναν στο κοπάδι του άλλου). Στο τέλος της εργασίας υπήρχε καλό φαγητό συνήθως «βετούλι» βραστό ή «ψιμοκάτσικο» στο φούρνο. Οι κατάλληλες ημέρες για την κουρά ήταν συγκεκριμένες. Ποτέ δεν κούρευαν την Τρίτη και την Τετάρτη και φυσικά την Κυριακή και αυτό τηρείτο με μεγάλη ακρίβεια και αυστηρότητα. Τυχόν παρέκκλιση θεωρούνταν κακό και μαγάρισμα των «πραματιών», όπως έλεγαν. Η περίοδος του σμιξίματος τελείωνε περίπου του «Αγιολιός»(Προφήτη Ηλία) και ο καθένας έπαιρνε το κοπάδι του και ακολουθούσε το δικό του δρόμου.
Στην δεκαετία του 60 και ύστερα, σημαντικοί τσοπάνηδες, άξιοι συνεχιστές των παλαιότερων ήταν ο Κωσταντής Αγγελόπουλος γνωστός ως Λεϊμόνης, ο Χρήστος Νικολόπουλος, ο Αγγελής Ασημακόπουλος, ο Πέτρος Αγγελόπουλος, λίγο αργότερα ο Δημήτριος Διαμαντόπουλος και Ιωάννης Γιαννόπουλος όλοι τους κρατούσαν από 100-200 γίδια εκτός από τον Ιωάννη Γιαννόπουλο που είχε μόνο πρόβατα. Η διαδικασία του σμιξίματος όσο περνούσαν τα χρόνια ατονούσε, άρχισαν να εκμεταλλεύονται μόνοι τους την παραγωγή τους, διέθεταν το τυρί από σπίτι σε σπίτι και πουλούσαν τα κατσίκια. Ορισμένοι άρχισαν να σκέπτονται πιο επαγγελματικά όπως ο Ι. Γιαννόπουλος ή Λιόγιαννης ο οποίος τον χειμώνα για περίπου 10 χρόνια (1960-1970) μετακόμιζε στα χειμαδιά της Ηλείας και συγκεκριμένα στο Βούναργο, ενώ ο Δ. Διαμαντόπουλος μετέφερε το κοπάδι του για να «ξεχειμάσει» στο Λιβάδι του Πλαπούτα κοντά στο χωριό Χρυσοχώρι(Βλάχοι) και στη τοποθεσία «Σιαχαρά» του «Χαλασμένου Βουνού» πάνω από το χωριό Λυκούρεση επί δύο συνεχόμενες χρονιές για να «ξεκαλοκαιριάσει».
Σήμερα στο χωριό μας ζουν δώδεκα μόνιμοι κάτοικοι, σχεδόν υπερήλικοι, εξακολουθώντας ακόμα τώρα κάποιοι να εκτρέφουν από 2-3 μαρτίνια μέχρι ένα μικρό κοπάδι 50 κεφαλιών .
Αυτή ήταν λοιπόν η ζωή των τσοπάνηδων σκληρή, δύσκολη, γεμάτη κακουχίες και στερήσεις και οι στιγμές της χαράς και της διασκέδασης γι’ αυτούς ήταν ελάχιστες καθώς, όπως έλεγαν, τα «πράματα» δεν ξέρουν είτε από χαρά είτε από λύπη, εάν είναι γιορτή, εάν είναι Πάσχα ή Χριστούγεννα.
Ήταν μια ζωή ολιγαρκής αλλά ταυτόχρονα εξασφάλιζε αγνά προϊόντα και σχεδόν αυτάρκεια στα νοικοκυριά.
Αξίζει το σεβασμό μας και την εκτίμηση μας η συμπαθής αυτή ομάδα διότι μέσα από την σκληρή και δύσκολη ζωή της ξεπήδησαν άριστοι μαθητές, αναδείχθηκαν σπουδαίοι άνθρωποι που διέπρεψαν επαγγελματικά, καταξιώθηκαν κοινωνικά, έγιναν άριστοι οικογενειάρχες και γενικά πετυχημένοι στη ζωή τους .

20/4/2010

Ο Πρόεδρος
Του Δ.Σ του Συλλόγου

Γεώργιος .Διαμαντόπουλος