Το Πανηγύρι του Αγίου Κωνσταντίνου στους Αράπηδες Ηραίας Γορτυνίας

Το πανηγύρι του Αγίου Κωνσταντίνου στο χωριό Αράπηδες, από τα παλιότερα χρόνια κατείχε ένα προνόμιο. Κανένα από τα γύρω χωριά δεν είχε εκκλησία προς τιμή του εν λόγω Αγίου και έτσι το καθιστούσε μοναδικό. Έσπευδαν όλοι οι κοντοχωριανοί εκείνη τη μέρα της γιορτής στους Αράπηδες. Άλλοι γιατί είχαν τάμα στον Άγιο και άλλοι για να γλεντήσουν. Οι ευκαιρίες για διασκέδαση δεν ήταν πολλές, αλλά λίγες και καθορισμένες.
«Δεν ήταν κάθε μέρα τ’ Αγιωργιού» έλεγαν. Και τι γιορτή του Αγίου Κωνσταντίνου! Στο αποκορύφωμα της Άνοιξης και στο λουλουδιασμένο Μάη! Ύστερα από τη μουντάδα του χειμώνα η διάθεση των ανθρώπων για χαρά ήταν μεγάλη και η καλύτερη ευκαιρία ήταν η γιορτή του Αγίου Κωνσταντίνου.
Σκάλισα την μνήμη μου και βγήκαν στην επιφάνεια όμορφες εικόνες από το πανηγύρι στους Αράπηδες που προέρχονται από την παιδική μου ηλικία. Οι Κοκκινοραχίτες ήταν κάθε χρόνο προσκυνητές στον Αγιοκωσταντίνο όπως επίσης και οι Αραπαίοι στο δικό μας πανηγύρι στις 23 Αυγούστου στης «Παναγιάς τα εννιάημερα». Είχαμε και δυνατούς δεσμούς, συγγενικούς και φιλικούς. Ερχόντουσαν μαθητές από τους Αράπηδες για κάποια χρόνια στο Δημοτικό μας σχολείο στη Κοκκινοράχη και είχαμε αναπτύξει αδελφικούς δεσμούς.
Ξεκινώντας το πρωί από το χωριό μας, όσο πλησιάζαμε στους Αράπηδες συναντιόμασταν στη διαδρομή με άλλους προσκυνητές από τα χωριά Αετορράχη, Λυσσαρέα, Σαρακίνι κ.α. Άλλοι πεζοί και άλλοι «καβαλαραίοι» στα άλογα και στα μουλάρια. Έστρωναν στο σαμάρι τους υφαντές κουβέρτες και χεράμια για να προφυλάξουν τα γιορτινά τους ρούχα. Στα μέσα περίπου της διαδρομής Κοκκινοράχη-Αράπηδες(περιοχή Σπάτι) το μονοπάτι ανηφόριζε απότομα και μέχρι να φτάσει κανείς στην εκκλησία βάδιζε κατά μήκος της κορυφογραμμής του μικρού λόφου. Σχηματιζόταν μια αλυσίδα προσκυνητών κόντρα στις ακτίνες του ήλιου που ανέτειλε στον Αρτοζήνο και «έσκαγε» απέναντι στο λόφο του Αγιολιά της Λυσσαρέας. Ανηφορίζαμε μέσα στην ανοιξιάτικη αναγεννημένη φύση με τα χορτάρια, με τα πολύχρωμα λουλούδια, τ’ ανθισμένα κλαριά, το ροϊδάμι και το κατακίτρινο σφέλαχτο ενώ οι μέλισσες και οι πεταλούδες πετούσαν παντού και ρουφούσαν τους χυμούς τους. Από το βουνό «κατέβαινε» πρωινό ελαφρύ αεράκι που δρόσιζε τα πρόσωπα μας. Ντυμένοι όλοι με τα γιορτινά μας καμαρώναμε, ειδικά εμείς τα κορίτσια για τα καινούρια μας ρούχα που δεν ήταν άλλα από ένα λουλουδένιο φόρεμα ποιότητας «τσίτι» και ένα λευκό ζακετάκι.
Σαν φτάναμε στην εκκλησία, βρισκόμαστε μπροστά σε μια κατανυκτική ατμόσφαιρα που περιλάμβανε την ψαλμωδία του παπά και των ψαλτών, τη μυρωδιά του λιβανιού, τις μεγάλες λαμπάδες των πιστών και τις γυναίκες που έζωναν την εκκλησία. Πολλοί Σερβαίοι κατέβαιναν από την αντίθετη πλευρά. Ο μικρός ναός γέμιζε από κόσμο, γέμιζε και το προαύλιο. Ευλάβεια και κατάνυξη επικρατούσε μεταξύ των προσκυνητών. Ο παπά-Σωτήρης και ο παπά-Γιάννης, σεβάσμιοι ιερείς από του Σέρβου, τελούσαν θαυμάσια λειτουργία.


Όταν τέλειωνε η λειτουργία, ανταλλάσσονταν οι ευχές και τα «χρόνια πολλά» και κατόπιν άρχιζε η διασκέδαση. Στον ίσκιο της γέρικης βελανιδιάς καθόντουσαν οι πανηγυριώτες παρέες-παρέες, έτρωγαν γίδα βραστή, τυρί και ψωμί. Όπως είναι γνωστό, στην Αρκαδία από παράδοση δεν συνηθιζόταν να τρώνε ψητά κρέατα παρά μόνο βραστά.
Μικροέμποροι είχαν απλώσει την πραμάτεια τους και εμείς τα παιδιά όλα τα ζηλεύαμε, από τα γλυκά μέχρι τα παιχνίδια. Ήταν μια από τις λίγες ευκαιρίες να αγοράσουμε κάτι.
Όταν το κέφι άναβε, το κλαρίνο του Μαυρέλια αντιλαλούσε με γλυκύτητα και λεβεντιά στις ρεματιές και στις πλαγιές και σ’ όλο το φαράγγι της Γκούρας. Ο Μαυρέλιας από το Σαρακίνι ήταν ο διασκεδαστής της Ηραίας και τον έχουμε συνδέσει με τα πανηγύρια της περιοχής. Τότε ξεδιπλωνόταν το μεράκι, η λεβεντιά και το ταλέντο του καθενός στο χορό. Παλιά, Ασίκη λέγανε τον λεβέντη και μερακλή πρωτοχορευτή που χόρευε και «δεν πατάγε στη γής», Ασίκηδες λέγανε στους Αράπηδες ολόκληρη οικογένεια και αυτό λέει πολλά.
Μέσα στο γλέντι και μέσα στη χαρά τριγυρνούσε ανάμεσα στους πανηγυριώτες ο Επίτροπος της εκκλησίας διαλαλώντας την καλοφτιαγμένη και κεντημένη κουλούρα στολισμένη με άνθη της εποχής για να την «κτυπήσουν», δηλαδή να πλειοδοτήσουν υπέρ της εκκλησίας. Ύστερα ερχόταν η ώρα των τραγουδιστάδων. Η λεβεντιά και ταλέντο ξεχείλιζε. Δεν ξέρω ακριβώς τι μου έκανε εντύπωση στη σκηνή που θα περιγράψω, αλλά έχει μείνει στη μνήμη μου ζωντανή από τη δεκαετία του ’70. Ζητούσε όλη η παρέα από τον μπαρπα-Λιά(Μαρθολιά) να χορέψει. Εκείνος αρνιόταν. Τον πίεσαν και δέχτηκε. Μπήκε μπροστά και τότε όλοι οι πανηγυριώτες μ’ ένα στόμα του τραγουδούσαν:
Θα χορέψεις γέρο θέλεις δε θές και θα ειπείς τραγούδι για τις μικρές
Για θυμήσου γέρο που ‘σουν παιδί και τα είχες μπλέξει με μια μικρή
Για θυμήσου γέρο τα νιάτα σου τα καμώματα σου τα νάζια σου.
Ο μπάρμπα –Λιάς χόρευε με λεβεντιά και καμάρι. Καμάρωνε τα παιδιά του και αυτά χαιρόντουσαν για εκείνον.
Όταν έφτανε το μεσημέρι σιγά-σιγά τελείωνε το γλέντι και άρχιζε η φιλοξενία. Μας καλούσαν σε φιλικά και συγγενικά σπίτια όλους όσους πηγαίναμε από άλλα χωριά. Να κεράσματα! Να φιλέματα! Να χαιρετούρες στους εορτάζοντες! Πολλές φορές συνεχιζόταν το γλέντι στα σπίτια. Πηγαίναμε στη βρύση με τη καμάρα να πιούμε κρύο νερό. Αυτή η βρύση ήταν κόσμημα για το χωριό γιατί αχρηστεύθηκε; Βρέθηκε βέβαια το νερό ακατάλληλο αλλά θα μπορούσε να αξιοποιηθεί η βρύση με τη καμάρα για αισθητικούς λόγους. Οι κήποι του χωριού είχαν πάμπολλες κερασιές φορτωμένες με κατακόκκινα κεράσια και οι σπιτονυκοκυραίοι τους έσπευδαν να μας φιλέψουν.
Σαν έφτανε το απόγεμα χαιρετούσαμε τους φιλόξενους κατοίκους και παίρναμε το δρόμο της επιστροφής στη Κοκκινοράχη. Ευχόμαστε όλοι νάμαστε καλά και του χρόνου να ξαναγιορτάσουμε και νάχουμε τη βοήθεια του Αγίου Κωνσταντίνου.
Ήταν όμορφες στιγμές για έναν σκληρά αγωνιζόμενο λαό για τον «άρτον τον επιούσιον» και για ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά του, που επιζητούσε, με ευκαιρία των θρησκευτικών εορτών να διασκεδάσει και να χαρεί.


Πρέπει να τονίσει κανείς τελειώνοντας ότι το πανηγύρι του Αγίου Κωνσταντίνου στους Αράπηδες γίνεται και στις μέρες μας κρατώντας το παραδοσιακό χαρακτήρα του δηλαδή αμέσως μετά το σχόλασμα της εκκλησίας στο προαύλιο με παραδοσιακή ορχήστρα και παραδοσιακά φαγητά. Πρέπει κάποια πανηγύρια να κρατήσουν τον παραδοσιακό τους χαρακτήρα για να μην αποκοπούμε από τις ρίζες του πολιτισμού μας.

8 Μάη 2010

Μαρίνα Διαμαντοπούλου-Τρουπή