Οι Κτιστάδες (μαστόροι) του χωριού μας

Παραδοσιακό σπίτι

Στο χωριό μας εκτός από τις ασχολίες της γεωργίας και της κτηνοτροφίας αναπτύχθηκε και μία άλλη δραστηριότητα, αυτή του κτίστη, γνωστή σαν «μαστοριά». Μπορεί οι χτίστες του χωριού μας να μην έφθασαν την φήμη των ξακουστών Λαγκαδινών και Σερβαίων μαστόρων, όμως η παρουσία τους ήταν αξιοσημείωτη (1950-1965) κυρίως στην περιοχή των Καλαβρυτοχωρίων (Τριπόταμα), Ορεινής Πηνείας (Καρυά, Καρακασίμι, Λουκά, Πεντένι, Μπουρυχάνου, Λάλα), Ορεινής Τριφυλίας (Κοπανάκι, Ρόβια, Μάτεσι) αλλά και στο Καλό Νερό και στη Κυπαρισσία. Η περίοδος που ξενιτεύονταν για την ανεύρεση δουλειάς, ξεκινούσε αμέσως μετά την τελευταία Κυριακή των Αποκριών, δηλαδή με την αρχή της «Σαρακοστής», επέστρεφαν για τις γιορτές του Πάσχα, ξαναέφευγαν και επέστρεφαν για τον θέρο και αφού τελείωναν και το αλώνισμα, συνήθως μετά του Αγιο- Λιός, έφευγαν μέχρι τέλος Οκτώβρη αρχές Νοέμβρη όπου επέστρεφαν γιατί ξεκινούσε ο σπαρτός. Κατά τους χειμερινούς μήνες δεν εργάζονταν λόγω του καιρού.
Συνήθως οργανώνονταν σε ομάδες των έξι ή των οκτώ ατόμων. Στην κάθε ομάδα υπήρχαν τέσσερεις μαστόροι και δύο μαστορόπουλα. Ο ένας εκ των μαστόρων, δηλαδή ο πρωτομάστορας, έκανε και το κουμάντο. Η μεταφορά γινόταν με μουλάρια και γαϊδούρια- ανάλογα τι διέθετε ο καθένας- στα οποία φόρτωναν τα εργαλεία και τα ρούχα τους και ξεκινούσαν για την αναζήτηση εργασίας. Στην αρχή αυτό γινόταν στην τύχη, αργότερα όμως πιο οργανωμένα, αφού ο πρωτομάστορας είχε φροντίσει από πριν και είχε κλείσει συμφωνία για την δουλειά που θα έκαναν.
Κτίζανε σπίτια, μάντρες, εκκλησίες και σχολεία. Τα σπίτια ήταν συνήθως παραλληλόγραμμα, διώροφα, διαστάσεων 6χ9, 7χ10, 7χ12 ανάλογα με τις δυνατότητες του ιδιοκτήτη. Το κτίσιμο ξεκινούσε με το άνοιγμα των θεμελίων, το οποίο γινόταν από τους μαστόρους. Παράλληλα ένας από την ομάδα των μαστόρων, ο λεγόμενος και «Λιθαράς», έβγαζε την πέτρα που απαιτούταν για το κτίσιμο σε περιοχή που υποδείκνυε ο ιδιοκτήτης. Την πέτρα την κουβαλούσαν τα μαστορόπουλα με τα μουλάρια και τα γαϊδούρια, τοποθετώντας στα σαμάρια τους τα «γαϊδουροσάνιδα», εργαλείο απολύτως απαραίτητο για την μεταφορά. Η λάσπη για το κτίσιμο ήταν από άμμο ποταμίσια ή «βγαλτή» και «χορίδι» δηλ. ασβέστη . Όταν έμπαινε το πρώτο λιθάρι ο ιδιοκτήτης συνήθιζε να «θυσιάζει» πάνω στα θεμέλια ένα κατσίκι ή αρνί ή κόκορα για τα «καλορίζικα» και το «καλοστέργιωτο» του σπιτιού.

Στις γωνίες του σπιτιού έβαζαν τις καλύτερες πέτρες, πολλές φορές και σφυρηλατημένες τα λεγόμενα «αγκωνάρια». Για πρεβάζια των κουφωμάτων έβαζαν συνήθως άγρια ξύλα (γλαντζινιά, βελανιδιά) τα οποία ήταν υψηλής αντοχής αλλά και πέτρες σε σχήμα καμάρας ή πέτρες μονοκόμματες οι οποίες ήταν δουλεμένες στο χέρι με το σφυρί.
Το κτίσιμο του τοιχίου γινόταν από ζευγάρια μαστόρων, όπου ο ένας έχτιζε την μέσα πλευρά και ο άλλος την έξω, την τροφοδοσία των οποίων με πέτρες και λάσπη είχε αναλάβει το μαστορόπουλο . Όσο ανέβαινε στο ύψος τοποθετούσαν «τρουπόξυλα» τα οποία τους βοηθούσαν να φτιάχνουν σκαλωσιές ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν σε μεγαλύτερα ύψη.
Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν το σφυρί, το μπικούνι, το σμιλάρι, το ζύγι, ο ξύλινος ματρακάς, η βαριά, το λοστάρι, η γωνιά . Η αμοιβή για την εργασία τους υπολογιζόταν, αφού μετριόταν η συνολική επιφάνεια του κτίσματος, με μονάδα μέτρησης τις πήχες. Συνήθως η τιμή κυμαινόταν από 8 έως 15 δραχμές η πήχη. Από την συνολική τιμή έβγαιναν τα μερτικά. Τα μαστορόπουλα έπαιρναν το μισό μερτικό από ότι έπαιρνε ο μάστορας . Στις υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη ήταν η εξασφάλιση φαγητού και ύπνου .
Οι μαστόροι είχαν αναπτύξει την δική τους συνθηματική γλώσσα για να μπορούν να συνεννοούνται μεταξύ τους χωρίς να γίνονται αντιληπτοί από τους ιδιοκτήτες. Χαρακτηριστικά θα αναφέρω μερικές λέξεις Γκρέκονες = Μαστόροι, Κερέ = Αφεντικό, Μπαγιάκλα = Κυρά, Βολοντζαίοι = Φασόλια, Κωσταντάρας = Τυρί, Κουβαράς = κρασί, Σκοπετίνος = Βακαλάος, Πούλιζα = Κοτόπουλο, Φούτσιαλε = Ησυχία.
Από αφηγήσεις παλαιότερων αλλά και του Γεωργίου Αθαν. Θανόπουλου, ο οποίος είχε κάνει πολλά χρόνια σαν μαστορόπουλο στα παιδικά του χρόνια, καλύτεροι μαστόροι του χωριού μας θεωρούνταν ο Ιωάννης Μακρής, ο Ιωάννης Γεωργόπουλος, ο Δημήτριος Θανόπουλος ο Δημήτριος Κων Θανόπουλος, ο Αθανάσιος Γεωρ. Θανόπουλος και μεταγενέστερα ο Κωνσταντίνος Δημ Θανόπουλος. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Γεωργίου Θανόπουλου μια ομάδα Κοκκινοραχιτών αποτελούμενοι από τους μαστόρους Αθανάσιο Γ. Θανόπουλο, Δημήτριο Θανόπουλο, Δημήτριο Κ Θανόπουλο, Κωνσταντίνο Δ. Θανόπουλο και Σταύρο Μπερδούση από Σαρακίνι, έχοντας μαζί τους ως μαστορόπουλα τους Γεώργιο Θανόπουλο, Παναγιώτη Αγγελόπουλο από Αετοράχη και Γιάννη Λιακόπουλο από Σαρακίνι, έχτισαν εν έτη 1956 ένα ξενοδοχείο στο Λάλα Ηλείας.
Η εποχή αυτή, της λεγόμενης «μαστοριάς», τελείωσε περίπου το 1965. Με την εξέλιξη της ζωής έγιναν αυτοκινητόδρομοι, εντάχθηκαν τα αυτοκίνητα στην εργασία, βγήκαν καινούργια δομικά υλικά, τα έργα ανέλαβαν οι εργολάβοι και έτσι σταμάτησε η μαστοριά να υπάρχει με τον τρόπο πού περιέγραψα παραπάνω.

Τα σπίτια του χωριού μας

Το σπίτι του Ν.Νικολόπουλου και το καλύβι για τα ζώα.

Στο χωριό μας υπάρχουν δεκαπέντε (15) σπίτια που είναι σε πλήρη λειτουργία. Τα δέκα (13) σπίτια είναι παλιά πέτρινα κτίσματα τα οποία έχουν ξεκινήσει να χτίζονται από την αρχή μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα και τα άλλα δύο (2) είναι σύγχρονα κτίσματα που έχουν κτιστεί τα τελευταία τριάντα (30) χρόνια. Τα παλιά σπίτια είναι χτισμένα ως επί το πλείστον από Κοκκινοραχίτες μαστόρους, έχουν σχεδόν όλα παραλληλόγραμμη μορφή, είναι δηλαδή στενόμακρα, διώροφα στο ύψος, διαθέτουν μία κυρία είσοδο στην οποία σε οδηγούν πέτρινα σκαλιά στο τέλος των οποίων υπήρχε ένα μεγάλο πλατύσκαλο το οποίο στηριζόταν σε μια μεγάλη καμάρα, η οποία άφηνε ένα μεγάλο θόλο, αλλά και μια δεύτερη πιο μικρή είσοδο το λεγόμενο «παραπόρτι».

Το παραπόρτι της οικίας του Πέτρου Αγγελόπουλου εξαιρετικής καλαισθησίας

Στο εσωτερικό συνήθως υπάρχουν τέσσερα (4) δωμάτια, μπαίνοντας από την κυρία είσοδο η οποία είναι στο κέντρο του κτίσματος, συναντάς ένα μικρό δωμάτιο, το «χολ», ακριβώς μετά και στο κέντρο είναι άλλο ένα μικρό δωμάτιο η «καμάρα», αριστερά όπως μπαίνουμε υπάρχει ένα μεγαλύτερο δωμάτιο το «χειμωνιάτικο» στο οποίο υπάρχει τζάκι και μια μεγάλη τραπεζαρία . Το δωμάτιο αυτό λειτουργούσε τον περισσότερο χρόνο σαν καθιστικό αλλά και σαν κουζίνα όπου συγκεντρωνόταν η οικογένεια για το φαγητό αλλά και να για μιλήσουν μεταξύ τους. Δεξιά του χολ υπάρχει το μεγαλύτερο δωμάτιο, η «σάλα», που λειτουργούσε κυρίως σαν υπνοδωμάτιο αλλά και σαν χώρος υποδοχής των φιλοξενούμενων. Τα δωμάτια αυτά χωρίζονταν μεταξύ τους με ξύλινα χωρίσματα, τις «μεσάντρες».
Συνήθως στην νότια πλευρά υπήρχε μπαλκόνι (όχι απαραίτητα σε όλα τα σπίτια), ξύλινο με ξύλινη κουπαστή το οποίο στηριζόταν σε ξύλινα δοκάρια που έβγαιναν μέσα από τον πέτρινο τοίχο και τα οποία στηριζόταν από ξύλινα «φουρούσια» (ξύλινες λοξές αντηρίδες).
Ο κάτω όροφος, το «κατώι», χρησιμοποιούταν είτε σαν αποθηκευτικός χώρος, είτε σαν χώρος όπου κρατούσαν τα ζώα τους. Επειδή το χωριό μας είναι κτισμένο σε πλαγιά το κάτω μέρος του σπιτιού είχε μεγάλο ύψος που έδινε την δυνατότητα να προστεθεί ένας επιπλέον χώρος σαν πατάρι, την «πλόκτη» (πρόχειρο ξύλινο πάτωμα), στην οποία αποθήκευαν σανό και άχυρα με τα οποία έτρεφαν τα ζώα τους χειμερινούς μήνες.
Οι σκεπές των σπιτιών είναι οι πιο πολλές «τρίρηχτες» και λιγότερες «τετράρηχτες» και όλες με κεραμίδια. Με τον καιρό στα σπίτια έγιναν αλλαγές, προστέθηκαν εξωτερικά και κολλητά στο κυρίως κτίσμα μπάνιο και κουζίνα αξιοποιήθηκαν τα υπόγεια και οι αυλές .
Από μαρτυρίες που έχουμε το πρώτο σπίτι που κτίστηκε με την μορφή που περιέγραψα έγινε περίπου το 1911 από τον Ηλία Γεωργόπουλο στο κάτω χωριό και ακολούθησαν του Ιωάννη Μακρή, Ασημάκη Ασημακόπουλου, Πέτρου Αγγελόπουλου, Ηλία και Νικόλαου Νικολόπουλου τα οποία πρέπει να χτίστηκαν μέχρι το 1920.

Οι εκκλησίες του χωριού μας

Στο χωριό μας υπάρχουν δύο εκκλησίες. Η μία εορτάζει 21 Νοεμβρίου ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ και η άλλη την Απόδοση της Κοιμήσεως γνωστή σαν ΤΑ ΕΝΝΙΑΜΕΡΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ. Η πρώτη λειτουργεί ως μητρόπολη, όπου γίνονται όλα τα μυστήρια και οι λειτουργίες, ενώ η δεύτερη λειτουργεί κάθε χρόνο στις 23 Αυγούστου. Μαρτυρίες για το έτος κατασκευής τους δεν υπάρχουν, γνωρίζουμε όμως από αφηγήσεις των παλαιότερων ότι η εκκλησία των ΕΙΣΟΔΙΩΝ κτίστηκε από την οικογένεια των Πανιτσαίων, η οποία δεν έχει απογόνους σήμερα στο χωριό μας. Από έρευνα που έχουμε κάνει στα Γενικά Αρχεία του κράτους, το όνομα των Πανιτσαίων εμφανίζεται για τελευταία φορά στους εκλογικούς καταλόγους το 1873. Μπορούμε να συμπεράνουμε λοιπόν ότι κάπου εκεί πρέπει να κτίστηκε και η εκκλησία, ίσως λίγο πριν, ίσως λίγο μετά. Από τότε βέβαια και στο πέρασμα του χρόνου έχουν γίνει κάποιες μικροεπεμβάσεις και επιδιορθώσεις στα τοιχώματα, λόγω του σαθρού εδάφους και των σεισμών, αναλλοίωτο έχει μείνει όμως το πέτρινο δάπεδο και τα σκαλιστά πέτρινα σκαλοπάτια μπροστά από το ιερό, όπως επίσης το ξύλινο σκαλιστό τέμπλο από καρυδιά με τις εικόνες πολλών αγίων.

Η εκκλησία της Απόδοσης της Κοιμήσεως (ΕΝΝΙΑΜΕΡΑ) είναι κτισμένη στο κάτω μέρος του χωριού. Πληροφορίες για το πότε πρωτοκτίστηκε δεν διαθέτουμε το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι πρόκειται για πολύ παλιό κτίσμα που το 1965 γκρεμίστηκε και κτίστηκε ξανά πάνω στα ίδια θεμέλια διατηρώντας μόνο το πέτρινο δάπεδο. Η ανέγερση των τοιχίων έγινε από τα αδέρφια Παναγιώτη και Χρήστο Σκούρο από Τουθόα και η σκεπή από τον Θεόδωρο Δετώρο από Αετοράχη.

20 Μάη 2010

Ο Πρόεδρος του ΔΣ

Γεώργιος Διαμαντόπουλος