Η γυναίκα αγρότισσα – τσοπάνισσα της Κοκκινοράχης

Επιστροφή της αγρότισσας με το σουρούπωμα στο σπίτι

Από μικρό παιδί ένοιωθα την εσωτερική ανάγκη να εκφράσω δημοσίως τον απόλυτο σεβασμό και την εκτίμηση μου στις γυναίκες της Κοκκινοράχης που ανήκαν στις παλιότερες γενιές γιατί ο αγώνας που έδωσαν στη μάχη της επιβίωσης ήταν ανεκτίμητος. Κατ’ αρχήν πρέπει να αναγνωρίσουμε τη σκληρή δουλειά όλων των γυναικών που σε πολλές περιπτώσεις δούλευαν περισσότερο από τους άνδρες. Ήταν μια εποχή που πάλευε πάρα πολύ όλη η κοινωνία για οφέλη ασυγκρίτως μικρότερα του αγώνα. Οι γυναίκες στα παλιότερα χρόνια δεν ήταν γνωστές με το βαφτιστικό τους όνομα άπαξ και παντρεύονταν. Ήταν γνωστές ως Κώσταινα, Μήτσιαινα, Θανάσαινα, Χρήσταινα, Γιώργαινα, Βασίλαινα, Γιαννού, Αγγελίνα, Λιού, Πέτραινα, Παναγιώταινα κ.ά δηλαδή οι γυναίκες των αντρών τους. Για κάποιες παλιές γυναίκες του χωριού μας δεν είχε ακουστεί ποτέ το όνομα το δικό τους λες και δεν είχαν. Οι άντρες γιόρταζαν την ονομαστική τους εορτή, οι γυναίκες δεν επιτρεπόταν σύμφωνα με τα τοπικά ήθη και έθιμα της εποχής. Η γυναίκα γενικότερα ζούσε σε μια σκληρή κοινωνία όπου την ήθελε να δουλεύει πολύ, να μην έχει γνώμη μέσα στη πολυπληθή οικογένεια που ζούσε και να υπακούει στις προσταγές του άντρα της και των πεθερικών. Πριν παντρευτεί, πάλι δούλευε πολύ στις αγροτικές εργασίες και παράλληλα ετοίμαζε πυρετωδώς τα προικιά για το γάμο της με τον άνδρα που της επέλεγαν άλλοι.


Δεν θα αναλύσω περισσότερο την κοινωνική διάσταση αλλά θα ασχοληθώ με την προσφορά τους στις οικογένειες τους και στη τοπική κοινωνία μέσα από τη σκληρή δουλειά τους. Το άρθρο αυτό αφιερώνεται σε όλες τις γυναίκες της Κοκκινοράχης . Δεν μπορώ όμως να μην αναφερθώ ιδιαίτερα στις γυναίκες αγρότισσες και τσοπάνισσες της Κοκκινοράχης που δούλεψαν περισσότερο απ’ όλες γιατί ήταν συγχρόνως νοικοκυρές, μανάδες, αγρότισσες, τσοπάνισσες κ.ά. Έπρεπε να φροντίσουν για το φαγητό της οικογένειας που ήταν βέβαια απλό χωρίς πολύπλοκες μαγειρικές συνταγές αλλά να φύγουν πρωί-πρωί για το όργωμα και τη σπορά του χωραφιού και να σκαλίζουν όλη μέρα πίσω από το ζευγολάτη. Αν παρουσιαζόταν ανάγκη θα πεταγόντουσαν μέχρι το κοπάδι μην κάνει ζημιές. Όταν θα ερχόταν το βράδυ έπρεπε να πάνε στο μαντρί και να βοηθήσουν τον άντρα τους να βυζάξει τα κατσίκια και τ’ αρνιά
Στη διάρκεια του χειμώνα που οι περισσότερες αγροτικές εργασίες σταματούσαν εκείνες οι γυναίκες δούλευαν αδιάκοπα μέσα στο κρύο και την υγρασία για τις ανάγκες του κοπαδιού δηλαδή στη βόσκηση των γιδοπροβάτων, κουβάλημα τροφής(κλαρί) για τα μικρά τους, σκούπισμα μαντριών, άρμεγμα, βύζαγμα των αρνοκάτσικων κ.λ.π.
Σαν ερχόταν η άνοιξη ξεκινούσαν οι αγροτικές εργασίες που περνούσαν όλες από τα χέρια τους. Σκάλιζαν τα αμπέλια, έσπερναν τα περιβόλια, βοτάνιζαν, έσπερναν τα αραποσίτια, θέριζαν το σανό για τα υποζύγια και έβγαζαν τα κοπάδια στα στανοτόπια.

1982. Τυροκομιό στο στανοτόπι στη περιοχή “Μισοκατάραχο”

Οι γυναίκες τσοπάνισσες ακολουθούσαν τους άντρες τους στο στανοτόπι και κοιμόντουσαν εκεί δίπλα στο κοπάδι σε υποτυπώδεις συνθήκες. Αποχωριζόντουσαν τα παιδιά τους τα βράδυα ακόμα και όταν ήταν μωρά για να βοηθήσουν στις ανάγκες της εργασίας. Τα παιδιά σ’ αυτές τις περιπτώσεις τα αναλάμβαναν οι γιαγιάδες καθώς και τη φροντίδα του νοικοκυριού και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ρόλος τους ήταν πολύ σημαντικός. Έφτιαχναν το τυρί μετά το άρμεγμα των γιδοπροβάτων πολύ νωρίς το πρωί για να τρέξουν σε άλλες δουλειές αργότερα. Αν είχε φτάσει η περίοδος του θέρους τότε πήγαιναν κατ΄ ευθείαν στο χωράφι για να θερίσουν. Κι ύστερα ακολουθούσε άλλη μεγάλη αγροτική εργασία, το αλώνισμα. Η γυναίκα αγρότισσα και τσοπάνισσα που να κοιμηθεί το βράδυ; Στο σπίτι, στο στανοτόπι ή στο αλώνι που φυλάγανε το σιτάρι; Και πότε να προλάβει να ζυμώσει ψωμί αν δεν μπορούσε η γιαγιά της οικογένειας; Αγώνας !


Μέσα σ’ όλο το πανικό του θερισμού, του τυροκομιού, του αλωνίσματος έπρεπε να «τζιβίσουν» το αραποσίτι και να τρέξουν να ποτίσουν το περιβόλι μόλις ερχόταν η σειρά τους για να πάρουν το νερό. Όταν τέλειωναν όλα αυτά περί τα τέλη Ιουλίου μάζευαν το αραποσίτι, το συγκέντρωναν στο σπίτι, το ξεφύλλιζαν και το στούμπιζαν. Στις εργασίες του καλοκαιριού έβρισκαν τη δύναμη προφανώς για να ανταπεξέλθουν στη κούραση, να τραγουδούν και έχουμε πολλά δημοτικά τραγούδια που έλεγαν εκείνη τη περίοδο. Πολλές γυναίκες στα πιο παλιά χρόνια, ενώ ήταν έγκυες, δούλευαν μέχρι την τελευταία στιγμή και κάποιες γεννούσαν στο χωράφι. Είναι σκηνές άγριες και να τις σκέφτεται κανείς.


Τον Αύγουστο ελαττώνονταν οι δουλειές, οι γυναίκες όμως έμεναν πιστές στις υποχρεώσεις τους και φρόντιζαν εκείνο το διάστημα να πλύνουν μαλλιά, να «διαστούνε» πανί, να βάλλουν αργαλειό και να υφάνουν τα αναγκαία ρούχα της οικογένειας. Σημειωτέον ότι το γνέσιμο με τη ρόκα γινόταν στο μεσοδιάστημα των εργασιών, στη διαδρομή από το σπίτι στο χωράφι, στο βόσκημα του κοπαδιού και τα βράδυα στο σπίτι. Ούτε λεπτό για χάσιμο! Όλοι μας έχουμε στη μνήμη μας σκηνές όπως, να γυρίζει το αντρόγυνο από το χωράφι και ενώ ο άντρας είναι καβάλα στο μουλάρι η γυναίκα να ακολουθεί με τα πόδια γνέθοντας ή ζαλωμένη με ξύλα. Πριν προλάβουν να πάρουν ανάσα ξεκούρασης, φτάνοντας το φθινόπωρο, έπρεπε να τρέξουν για ξύλα που θα χρησιμοποιούσαν στο φούρνο και στο τζάκι όλο το χειμώνα. Το κόψιμο των χοντρών ξύλων και το κουβάλημα το έκαναν οι άντρες, τα ψιλότερα ξύλα όμως και τις τούφες των πουρναριών τα έκοβαν και τα κουβαλούσαν οι γυναίκες. Μόλις έφτανε ο τρύγος δεν «καρτεριόταν». Οι γυναίκες ήταν και πάλι στον αγώνα όπως όλο το χρόνο.
Σε καθημερινή βάση έπρεπε να βρεθεί χρόνος για να φέρουν νερό από τη πηγή. Γι’ αυτή τη δουλειά επιστρατεύονταν και τα παιδιά που μάθαιναν από μικρά να βοηθούν στις δουλειές. Έπρεπε όμως να βρουν χρόνο να πάνε στο ρέμα να πλύνουν με το χέρι ή αργότερα στο σπίτι ατέλειωτες ώρες. Μέσα στην υπερβολική καθημερινή κούραση είχαν και της παρατηρήσεις της πεθεράς, τους θυμούς του άντρα και τη σκληράδα του πεθερού.


Η γυναίκα της Κοκκινοράχης δεν είχε πολλές ευκαιρίες για διασκέδαση. Με λαχτάρα περίμεναν το πανηγύρι στις 23 Αυγούστου που σταματούσαν τα πάντα και η μέρα ήταν αφιερωμένη στη Παναγία. Επίσης τη Λαμπρή στην γιορτή της Αγάπης. Όσο για τα πανηγύρια των γύρω χωριών, η γυναίκα τσοπάνισσα ήταν δύσκολο έως αδύνατο να μπορέσει να πάει και να διασκεδάσει. Τα «πράματα» δεν ξέρουν από γιορτές έλεγαν.


Μ’ όλα τούτα που ανέφερα για τις γυναίκες της Κοκκινοράχης δεν θέλω να υποτιμήσω τον αγώνα των αντρών αλλά να αναβαθμίσω τον αγώνα των γυναικών που δεν έχει τιμηθεί όσο θα έπρεπε. Τα παραπάνω είναι απλώς λίγα λόγια από καρδιάς, προσφορά στον αγώνα που έκαναν οι μανάδες μας για να εξασφαλίσουν σε μας μια καλύτερη ζωή.

2 Ιουνίου 2010

Μαρίνα Διαμαντοπούλου-Τρουπή