Η υφαντική τέχνη στη Κοκκινοράχη

Η υφαντική τέχνη ήταν η λαϊκή τέχνη που αναπτύχθηκε πολύ στη Κοκκινοράχη στα παλιότερα χρόνια όπως σε όλη τη την επαρχία εξυπηρετώντας τις καθημερινές ανάγκες των κατοίκων. Τα υφαντά ήταν απαραίτητα στη ζωή των ανθρώπων μόνο που στη κατασκευή τους συνδύαζαν τη τέχνη και τη τεχνική με πολύ έμπνευση και μεράκι. Χωρίζονταν σε δυο κατηγορίες: στα υφαντά υφάσματα που χρησιμοποιούσαν για ένδυση και στα υφαντά που χρησίμευαν ως κλινοσκεπάσματα, στρωσίδια, αποθηκευτικοί χώροι, μέσο μεταφοράς προιόντων και ως στολίδια του σπιτιού. Η υφαντική ήταν καθαρά δουλειά γυναικεία. Η κάθε γυναίκα έβαζε τη προσωπική της σφραγίδα στα υφαντά της ανάλογα με το ταλέντο και το μεράκι που διέθετε. Στα διάφορα στάδια της προετοιμασίας του πανιού και της ύφανσης υπήρξε συνεργασία των γυναικών κατά ομάδες που τις έδενε η συγγένεια, η φιλία και η γειτνίαση.

Η υφαντική ύλη που χρησιμοποιούσαν ήταν μαλλί προβάτων, μαλλί γιδιών (κοζιά) και μαλλί από την επεξεργασία του σπάρτου. Το μαλλί των γιδιών ήταν ιδιαίτερα σκληρό και έφτιαχναν μ’ αυτό τα σαΐσματα που τα χρησιμοποιούσαν στο στρώσιμο του σπιτιού, ως υπόστρωμα στα κρεβάτια και πολλές φορές οι τσοπάνηδες ως σκέπασμα ύπνου στο στανοτόπι. Το μαλλί από την επεξεργασία του σπάρτου το χρησιμοποιούσαν στο στρώσιμο του σπιτιού(σαλαπλάδες λέγανε τα χαλιά αυτά), στη κατασκευή μεγάλων σάκων που τα έλεγαν ματαράτσια. Αυτά τα χρησιμοποιούσαν για να αποθηκεύουν τα σιτηρά αλλά και ως στρώματα στα κρεβάτια αφού τα γέμιζαν με ξερά φύλλα καλαμποκιού ή άχυρα βρώμης(σάλμη). Έφτιαχναν επίσης σακιά, δισάκια και σακούλια για τη μεταφορά προιόντων π.χ. σιτάρι ή κριθάρι που το μετέφεραν από τ’ αλώνι στο σπίτι ή πήγαιναν στο μύλο ν’ αλέσουν. Στη περίοδο της κατοχής από το σπάρτινο μαλλί ύφαιναν ακόμα και ρούχα για ένδυση.
Το μαλλί των προβάτων ήταν το πιό καλό και έκαναν τα ωραιότερα υφαντά απ’ αυτό. Έφτιαχναν ρούχα για ένδυση, χαλιά, σκεπάσματα(κουβέρτες, μαντανίες, χεράμια, απλάδια) με όμορφα σχέδια και πολλά χρώματα. Το σημαντικότερο εργαλείο της ύφανσης ήταν ο αργαλειός ή λάκκος, ένα αρκετά σύνθετο εργαλείο με πολλά εξαρτήματα. Πριν φτάσουν στο στάδιο της ύφανσης έκαναν πολλές άλλες εργασίες προετοιμασίας του πανιού. Αφού έπλεναν πολύ καλά το μαλλί του προβάτου με βράσιμο στο λεβέτι γιατί ήταν πολύ βρώμικο και το στέγνωναν, ακολουθούσαν την εξής πορεία εργασιών: ξάσιμο(με τα χέρια), λανάρισμα(με τα λανάρια), τουλούπιασμα(μεγάλες τούφες μαλλιού που τις έλεγαν τουλούπες) και γνέσιμο. Το γνέσιμο το έκανε η κάθε γυναίκα στη διαδρομή για τις αγροτικές εργασίες, στη φύλαξη του κοπαδιού ή όταν έβγαινε στη γειτονιά για συντροφιά και κουβέντα. Το εργαλείο του γνεσίματος ήταν η ρόκα με το αδράχτι ή τη δρούγα. Έγνεθαν δυο είδη νήματος το στιμόνι και το υφάδι. Το στιμόνι ήταν το νήμα που χρησίμευε ως βάση πάνω στο οποίο υφαινόταν το άλλο είδος δηλαδή το υφάδι. Το στιμόνι το έγνεθαν με τη ρόκα και το αδράχτι με το σφοντύλι στο κάτω άκρο και το έκαναν πιο λεπτό από το υφάδι. Μετά το γνέσιμο έκαναν το νήμα θηλιές και το έβαφαν. Αφού στέγνωνε το νήμα, με τη βοήθεια της ανέμης μετέφεραν το νήμα από τις θηλιές στα μασούρια. Τα μασούρια τα έβαζαν στη διάστρα και αναλόγως του μεγέθους του υφαντού που ήθελαν να φτιάξουν, διάζονταν το πανί συνήθως σε μια μάντρα που είχαν χρησιμοποιήσει πολλές φορές και ήξεραν τις διαστάσεις της φροντίζοντας να κάνουν τη σταύρωση όπου οι μισές κλωστές πήγαιναν από τη μια πλευρά και οι άλλες μισές από την άλλη, βασικό στοιχείο της ύφανσης. Το διασμένο πανί ή βιλάρι το τυλίγανε στο πίσω «αντί» του αργαλειού, το τεντώνανε και κατόπιν το «μιτώνανε» δηλαδή περνούσαν τις κλωστές από τα μιτάρια δύο ή τέσσερα και από το χτένι. Ύστερα έδεναν τις άκρες σε κόμπους και τις στερέωναν στο μπροστινό «αντί» του αργαλειού έτσι ώστε να είναι πλήρως τεντωμένες για να ξεκινήσει η υφάντρα την ύφανση. Χρησιμοποιώντας το άλλο νήμα, το υφάδι σε διάφορα χρώματα έκαναν σχέδια υφαίνοντας ενώ κοίταζαν το δείγμα που είχαν μπροστά τους ή μετρώντας συνέχεια.
Πάταγαν με τα πόδια εναλλάξ τα ποδαρικά που ήταν συνδεδεμένα με τα μιτάρια, άνοιγε το στιμόνι, περνούσαν από μέσα το μασούρι με το υφάδι, άλλαζαν το ποδαρικό, έκλεινε τον στιμόνι και συγχρόνως ξανάνοιγε και κατόπιν τραβούσαν το ξυλόχτενο με δύναμη. Έτσι ολοκληρωνόταν η μια σειρά και συνέχιζαν κατά τον ίδιο τρόπο. Αν το υφαντό είχε πολλά σχέδια και χρώματα τότε ήταν πιο πολύπλοκη και χρονοβόρα διαδικασία. Το μήκος του υφάσματος που ήθελαν να φτιάξουν το υπολόγιζαν από πριν και το μετρούσαν με χεροπήχια ή ραβδιά.


Στα τελευταία χρόνια πριν εγκαταλειφθεί η μέθοδος της υφαντικής χρησιμοποιούσαν ως στιμόνι έτοιμο βαμβακερό νήμα από τους εμπόρους της εποχής που το λέγανε «στρίμμα» σε χρώμα κόκκινο ή άσπρο. Αφού ολοκληρωνόταν η ύφανση το έτοιμο υφαντό ύφασμα, το έκοβαν, το έραβαν σε διαστάσεις που ήθελαν και το έστελναν στη νεροτριβή για να αναμαλλιάσει, να γίνει πιό κρουστό, απαλό και όμορφο. Τα υφαντά του χωριού μας τα έστελναν στις νεροτριβές κοντά στο χωριό Μαυράδες γιατί εκεί υπήρχαν πολλά νερά από το ποτάμι Τουθόα. Πολλές φορές δεν πετύχαινε αυτή η εργασία και οι γυναίκες μάλωναν με τον ιδιοκτήτη της νεροτριβής. Δεν έστελναν όλα τα ρούχα στη νεροτριβή παρά μόνο τα σαΐσματα, κουβέρτες, και μαντανίες. Τα υφαντά τα πάνινα που προορίζονταν να φορεθούν τα λευκαίνανε με κοπριά που την έβραζαν, τα άφηναν μέσα σ’ αυτό το μείγμα μερικές μέρες και κατόπιν τα έπλεναν καλά. Τα βαριά υφαντά( χαλιά, κουβέρτες, μαντανίες) τα αποθήκευαν πάνω στο μπαούλο φτιάχνοντας «γιούκο»δηλαδή αφού τα δίπλωναν καλά τα τοποθετούσαν το ένα πάνω στο άλλο ευθυγραμμισμένα. Στο τέλος τα σκέπαζαν ωραία με ένα υφαντό σεντόνι που το στερέωναν με παραμάνες. Η νοικοκυροσύνη της κάθε γυναίκας φαινόταν και από το πόσο καλαίσθητο έφτιαχνε το «γιούκο» της.
Τα νεαρά κορίτσια ύφαιναν αδιάκοπα, μέρα και νύχτα, μέχρι να ετοιμάσουν την προίκα για το γάμο τους. Έχουμε ακούσει από τους μεγαλύτερους λυπηρές ιστορίες νεαρών γυναικών που αρρώστησαν ή πέθαναν από την υπερβολική κούραση πάνω στον αργαλειό. Η κοινωνία εκείνη την εποχή ήταν έτσι οργανωμένη με ήθη και έθιμα απαράβατα όπως τον θεσμό της προίκας που ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να παντρευτεί μια γυναίκα. Στις ατέλειωτες ώρες του αργαλειού ένοιωθαν την ανάγκη να εκφραστούν κι αυτό γινόταν με το τραγούδι. Τραγουδούσαν το ντέρτι τους, το καημό τους, τον πόθο τους, τη προσμονή του παλικαριού. Τραγουδούσαν για να ξεχάσουν την κούραση τους:
Τι τ’ αναριοπλέκεις τα (να) μαλλιά Ρινούλα Κατερινούλα
Ρίνα και Κατερίνα τα κάνεις δυο πλεξίδες.
Και μπαι(νε)ζοβγαίνεις και (νε) τηράς Ρινούλα Κατερινούλα
Ρίνα Κατερίνα τηράς τα παλικάρια.
Τα πα(να)λικάρια τα (να) καλά Ρινούλα Κατερινούλα
Ρίνα και Κατερίνα παίρνουν καλές γυναίκες.
Να ξέ(νε)ρουν ρόκα και αργαλειό Ρινούλα Κατερινούλα
Ρίνα και Κατερίνα να ξέρουν να κεντούνε.
Το κέ(νε)ντισμα είναι γλέντισμα Ρινούλα Κατερινούλα
Ρίνα και Κατερίνα και η ρόκα είναι σιριάνι.
Και ο βου(νου)λιαγμένος ο αργαλειός Ρινούλα Κατερινούλα
Ρίνα και Κατερίνα είναι σκλαβιά μεγάλη.

Ακούστε το τραγούδι γνήσιο και αυθεντικό, όπως το έλεγαν παλιά. (προσθήκη στο άρθρο 6-5-2021)

Κατά τη δεκαετία του ΄70 ύφαιναν στους αργαλειούς μεγάλο αριθμό «κουρελούδων» που ήταν απλά και πρόχειρα χαλιά. Κατασκευάζονταν από υφάσματα παλιών ρούχων ένδυσης που τα έκοβαν μακρόστενες λωρίδες και κατόπιν τις χρησιμοποιούσαν ως νήμα ύφανσης(υφάδι).Επίσης κατασκευάζονταν από μικρά κομματάκια υφάσματος που περίσσευαν από τις μοδίστρες. Το σχέδιο σ’ αυτά τα υφαντά ήταν ελεύθερο και η φαντασία της κάθε υφάντρας δημιουργικά απεριόριστη.
Το ρόλο του αργαλειού ανέλαβαν σιγά-σιγά οι μηχανές μικρών βιοτεχνιών όπου πήγαιναν οι νοικοκυρές το νήμα που είχαν ετοιμάσει σύμφωνα με το παραδοσιακό τρόπο και έπαιρναν έτοιμα τα χαλιά, τις κουβέρτες, τις μαντανίες κ.ο.κ. Τέτοιες βιοτεχνίες είχε στο Σταυροδρόμι και στο Καλιάνι Γορτυνίας.
Όλα αυτά διαδραματίζονταν μέχρι την δεκαετία του ’60-’70, οπότε οι προσανατολισμοί της κοινωνίας άλλαξαν, τα κορίτσια ακολουθούσαν πλέον το δρόμο της μόρφωσης και σιγά-σιγά εγκαταλείφθηκαν τα παλιά πρότυπα ενώ ξέφτισε ο θεσμός της προίκας και τα υφαντά αντικαταστάθηκαν από βιομηχανικά υφάσματα.

17/6/2010

Μαρίνα Διαμαντοπούλου-Τρουπή