Ο Θέρος

Θέρος 1982

Τούτη (ν) εποχή στη Κοκκινοράχη είχε αρχίσει ο θέρος. Η πιο κουραστική περίοδος και συνάμα η πιο ευχάριστη. Το θέρισμα ήταν η ανταμοιβή των κόπων. Η απολαβή του κάθε νοικοκύρη. Τον Νοέμβρη έσπερνε και ύστερα από κόπους και αναμονή έξι μηνών ερχόταν η ώρα να μαζέψει τη σοδειά που προοριζόταν για το «ψωμί» της οικογένειας.
Από αρχαιοτάτων χρόνων τα σιτηρά ήταν η βάση της διατροφής του ανθρώπου. Το ψωμί αποτελεί και σήμερα κύριο διατροφικό στοιχείο του Έλληνα. Τα παλιά χρόνια στο χωριό μας, όπως άλλωστε και σ’ όλη την επαρχία, τα σιτηρά ή γενήμματα κάλυπταν πολλές ανάγκες των κατοίκων. Εκτός από το ψωμί έφτιαχναν χυλοπίτες, τραχανάδες, τριφτιάδες, πίτες κ.ά. Αφού άλεθαν το σιτάρι στο μύλο έπαιρναν τα πίτουρα για τα οικόσιτα ζώα που έτρεφαν, δηλαδή τις κότες και για το γουρούνι. Με το κριθάρι και τη βρώμη που παρήγαγαν ετάιζαν τα υποζύγια, δηλαδή τα μουλάρια και τα γαϊδούρια.
Πριν το 1950 έφτιαχναν ψωμί και από κριθάρι. Τα άχυρα που μένανε μετά το αλώνισμα χρησιμοποιούντο επίσης για τροφή των υποζυγίων. Οι καλαμιές του θερισμένου χωραφιού αποτελούσαν καλή τροφή για τα γιδοπρόβατα αλλά και για τα μουλάρια που τα έδεναν εκεί όλο το καλοκαίρι αλλάζοντας θέση συνέχεια για να μην τα ταίζουν στο σπίτι. Από το προϊόν του θερισμού λοιπόν εξαρτιόταν κατά μεγάλο μέρος η οικονομία του κάθε νοικοκυριού στη Κοκκινοράχη.
Αυτή την εποχή τα χωράφια του χωριού μας ήταν χρυσοκίτρινα. Θα περιγράψω δυο εικόνες των παιδικών μου χρόνων στο χωριό που μένουν ανεξίτηλες στη μνήμη μου. Μάλλον είναι μια εικόνα με δυο χρώματα. Αν αγνάντευε κανείς από το λόφο «Κοκκινόχωμα» τα χωράφια στο «Σκορτινού», «Γκούρι», «Μισοκατάραχο», «Σιούρια» τον μήνα Μάη έβλεπε τους κυματισμούς των καταπράσινων σπαρτών από το ελαφρύ αεράκι και αν ήταν Θεριστής χρυσοκίτρινους κυματισμούς και θεριστές να συλλέγουν τον ευλογημένο καρπό ενώ τα τραγούδια τους τα έπαιρνε ο άνεμος και τα σκορπούσε στην ουράνια ατμόσφαιρα. Είναι εικόνες που έχουν χαθεί πλέον. Καλώς άλλαξαν τα πράγματα γιατί η ζωή εκείνη ήταν σκληρή και δύσκολη αλλά δεν την αποκηρύσσουμε γιατί δεν ξεχνούμε από πού ξεκινήσαμε.
Θέρος, τρύγος, πόλεμος ! Έτσι έλεγαν για τις δυο αυτές αγροτικές εργασίες. Τις παρομοίαζαν με πόλεμο γιατί, σαν έφτανε η ώρα τους, «δεν καρτεριόσαντε», όπως έλεγαν. Ξεκινούσαν το θέρο περί τα μέσα Ιουνίου και θέριζαν πρώτα το κριθάρι και τη βρώμη γιατί γινόντουσαν πιο γρήγορα.

Έκαναν το σταυρό τους, ευχαριστώντας το Θεό για τα αγαθά που είχαν και φρόντιζαν να μην αρχίσουν ημέρα Τρίτη όπως σ’ όλες τις εργασίες. Δεν θέριζαν επίσης τις Κυριακές και τις γιορτές. Στο θέρισμα δούλευαν πιο πολλές γυναίκες και λιγότεροι άντρες. Συνήθως θέριζε η μάνα με τις κόρες που έμπαιναν από μικρές σ’ αυτή τη δουλειά και η γιαγιά αν ήταν σε θέση να δουλέψει. Επίσης οι αρρεβωνιασμένες κοπέλες στα χρόνια πριν τη δεκαετία του ‘60 είχαν υποχρέωση να βοηθήσουν στο θέρο την οικογένεια του γαμπρού αλλά με την προυπόθεση να μην συναντηθούν. Τότε υπήρχε αυστηρότητα στα ήθη και τα έθιμα της κοινωνίας. Οι έγκυες γυναίκες δυστυχώς δούλευαν μέχρι τις τελευταίες μέρες πριν από τη γέννα. Μερικές φορές γεννούσαν στο χωράφι. Παρά τα ήθη της εποχής που έλεγαν ότι η λεχώνα δεν έπρεπε να βγεί από το σπίτι πριν σαραντίσει, αναγκαζόμενες από τη πίεση του θέρου, καταπατούσαν αυτό το περιορισμό και πήγαιναν να θερίσουν, πολλές φορές με άσχημα επακόλουθα. Αν είχαν μωρά την περίοδο του θέρου, τα έβαζαν στη νάκα και τα έπαιρναν μαζί τους στο χωράφι. Κρεμούσαν τη νάκα στον ίσκιο του δέντρου και το μωρό κοιμόταν. Η μάνα είχε τη προσοχή της συνέχεια σ’ αυτό και διέκοπτε το θέρισμα όταν έπρεπε να το θηλάσει.
Όμως γινόντουσαν και συνεργασίες όπως η «σεμπριά» που ξεκινούσε από το σπαρτό και ολοκληρωνόταν με τη μοιρασιά μετά το αλώνισμα. Επίσης μαζευόντουσαν οι συγγενείς δυο-τρεις στο χωράφι ενός νοικοκύρη και μόλις τελείωναν πήγαιναν στου άλλου. Αυτή η συνεργασία και αλληλοβοήθεια στα χωριά μας λεγόταν «ξέλαση». Ήταν μια πολύ ωραία λειτουργία της τοπικής κοινωνίας που ελάφρυνε λίγο τις δυσκολίες τους. Ακόμα, όποια γυναίκα τελείωνε νωρίτερα το δικό της θέρο έσπευδε να βοηθήσει τους συγγενείς που είχαν αδυναμία. Οι Κοκκινοραχίτισσες που είχαν «πράματα» (κοπάδι γιδοπρόβατα) αντιμετώπιζαν περισσότερη δουλειά γιατί έπρεπε πρώτα να αρμέξουν, να τυροκομήσουν στο στανοτόπι και μετά να πάνε στο χωράφι. Γι αυτό, οι τσοπάνηδες που είχαν συγχρόνως και πολλά σπαρτά έπαιρναν εργάτριες για το θέρο και τις πλήρωναν με είδος δηλαδή τυρί, μυτζήθρες, μαλλί και άλλα κτηνοτροφικά προιόντα. Τις μέρες που είχαν «εργατιά», όπως έλεγαν, φρόντιζαν να έχουν καλό φαί. Φύλαγαν ένα –δυο σφαχτά για το θέρο και άλλα για το αλώνισμα αργότερα.
Η εργασία του θερισμού ξεκινούσε πολύ πρωί. Όσο πιο γρήγορα ξεκινούσε τόσο καλύτερα ήταν, γιατί η πρωινή δροσιά βοηθούσε στην απόδοση. Το εργαλείο του θέρου ήταν το δρεπάνι ή δραπάνι. Είχαν συγκεκριμένο τρόπο που θέριζαν. Η ομάδα των θεριστών ήταν σε οριζόντια γραμμή στην ίδια πεζούλα και θέριζαν έργους-έργους δηλαδή η κάθε μία ένα μέρος από το «γένημμα» που είχε μπροστά της. Δεν θέριζαν πότε στη μια μεριά και πότε στην άλλη. Στις άπειρες μικρές κοπέλες που ξέφευγαν από την σειρά τους έλεγαν οι μεγαλύτερες:- Στον έργο σου! Στον έργο σου!

Φορούσαν σκληρά ρούχα για να μην τρυπιούνται, άσπρες τσεμπέρες στο κεφάλι, χοντρές κάλτσες στα πόδια και χοντρές κάλτσες στα χέρια που τις είχαν μετατρέψει σε γάντια. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 κάποιες γυναίκες δειλά-δειλά φόρεσαν αντρικά παντελόνια για να γλυτώσουν από τα τρυπήματα στα πόδια από τα αγκάθια, τα σακοτρούπια και τα τριβόλια. Με το αριστερό χέρι έπιαναν μια χεριά σιτάρι και με το δεξί χέρι που κρατούσαν το δραπάνι το έκοβαν. Κρατώντας την κομμένη χεριά, έπιαναν άλλη μία και ξαναέκοβαν. Μόλις γέμιζε η παλάμη του αριστερού χεριού το άφηναν κάτω. Συνέχιζαν κατά τον ίδιο τρόπο. Πρόσεχαν να μην κόβουν ούτε πολύ χαμηλά την καλαμιά αλλά ούτε και πολύ ψηλά. Μόλις μάζευαν τρεις- τέσσερις χεριές, κρεμούσαν το δραπάνι στον δεξί τους ώμο, έπαιρναν κάτω από τη μασχάλη του αριστερού χεριού το κομμένο «γένημμα» με τα στάχια μπροστά, τραβούσαν μερικά στάχια με το δεξί και μ’ αυτά το έδεναν και το έκαναν «χερόβολο». Οι έμπειρες γυναίκες δούλευαν με απίστευτη ταχύτητα. Γινόντουσαν και ατυχήματα. Υπήρχε το ενδεχόμενο, καθώς θέριζαν γρήγορα να κοπούν με το δραπάνι. Τότε έδεναν το δάχτυλο καλά με ένα πανί και συνέχιζαν. Αλλοίμονο στη γυναίκα που τραυματιζόταν στο θέρο! Περνούσε μεγάλη ταλαιπωρία μέχρι να γιατρευτεί. Πως θα έπλενε; Πως θα ζύμωνε;
Οι άντρες φρόντιζαν να δένουν το «γένημμα» σε δεμάτια ή κουντούρες. Έφτιαχναν δεματικά, δηλαδή πρόχειρα σχοινιά, από σίκαλη που είχαν σπείρει στην άκρη του χωραφιού. Ξερίζωναν τη σίκαλη, την έβρεχαν με νερό να μαλακώσει και την έπλεκαν σε σχοινί ούτως ώστε να αποκτήσει αντοχή. Άπλωναν το δεματικό κάτω, τοποθετούσαν επάνω 20-30 χερόβολα, άλλοτε κατά την ίδια φορά όσον αφορά στα στάχια(κουντούρες) και άλλοτε εναλλάξ δηλαδή μισά από την μια πλευρά και μισά από την άλλη(δεμάτια). Αυτή η εργασία γινόταν για να διευκόλυνση του φορτώματος στα ζώα και μεταφοράς στο αλώνι.

Στο θέρο έλεγαν πολλές ιστορίες πραγματικές ή φανταστικές και τραγουδούσαν πολλά τραγούδια. Αναρωτιέται κανείς! Που έβρισκαν τη δύναμη μέσα στη καλοκαιρινή ζέστη και με τόση κούραση να τραγουδάνε; Μήπως για να ξεχνάνε τη κούραση και τη ζέστη; Μήπως, παρά τη κούραση, χαιρόντουσαν που πληρώνονταν για το κόπο τους; Μήπως το καλοκαίρι αυτό καθ’ αυτό; Μήπως γιατί έτσι συνηθιζόταν; Πιστεύω ότι οι λόγοι ήταν όλοι αυτοί μαζί. Τα δημοτικά τραγούδια που συνήθιζαν να λένε στο θέρο είναι πάρα πολλά, με ποικίλο περιεχόμενο και καταπληκτικούς στίχους. Θα αναφέρω μερικά τα οποία προέρχονται από τα ακούσματα μου στο θέρο.
Ο θέρος μπλέκεται με τους καημούς της αγάπης:

Γενήκαν τα, γενήκαν τα γενήμματα
Εγινήκανε για θέρο, ποιον να στείλω να σε φέρω.
Παίρνω το δρε.., παίρνω το δρεπανάκι μου
Γιεμ’ και πα για να θερίσω, μαύρα μάτια να φιλήσω.
Παίρνω τον έ…, παίρνω τον έργο σα πλατύ
Σα φαρδύ το μονοπάτι, βάσανα πόχει η αγάπη.

Κοντεύω νάβγω στη κορφή κοντεύω νάβγω απάνου
Να βρω βρυσούλες με νερό να βρω βουνά με χιόνια
Να βρω και την αγάπη μου στη βρύση να λευκαίνει.
Να της θελώσω το νερό να τη χασοημερίσω.
Να τη μαλώσει η μάνα της και ο δόλιος αδερφός της
-Που ήσουν κόρημ’ και άργησες και ήρθες τέτοιαν ώρα;
-Μάνα ήβρα το νερό θελό θελό κατεβασμένο.

Παραπονιόντουσαν που κουράστηκαν και τραγουδούσαν στον ήλιο:

Ήλιεμ’ γιατί μαρμάρωσες δεν πας να βασιλέψεις;
Σε καταριέται η εργατιά της γης οι δουλευτάδες.
Σε καταριέται ‘νας νιόγαμπρος, δυο ημέρες παντρεμένος……

Το επόμενο τραγούδι ήταν πολυτραγουδισμένο από κάθε ομάδα θεριστών:

Παπαδοπούλα θέριζε σ’ ένα δασύ σιτάρι.
Εργούς-εργούς εθέριζε, έργους δεμάτια δένει.
Και στο δεμάτι ακούμπησε και το παιδί εγεννήθη.
Και στη ποδιά της τόβαλε και πάει να το πετάξει.
Μια περδικούλα αγνάντευε από ψιλή ραχούλα .
-Μωρ’ που το πας το βασηλιά, μωρ’ που το πας το Ρήγα;
Που ‘γω ‘χω δεκοχτώ, πουλιά κανένα δεν αρνιέμαι.
Κι αν πέσει αητός και πάρει δυο, θα χάσω τη λαλιά μου
Και θάβρω μαύρη καψαλιά, να βάψω τα φτερά μου.

Η απόδοση των τραγουδιών, όπως και στις διασκεδάσεις, γινόταν με τον ίδιο τρόπο. Τραγουδούσε ένα στίχο η μια ομάδα και επαναλάμβανε στη συνέχεια η άλλη ομάδα.
Το μεσημέρι πήγαιναν να ξεκουραστούν λίγο και να φάνε στον ίσκιο κάποιου πουρναριού ή αγκορτσιάς όπου είχαν κρεμάσει το σακούλι με το ψωμί, το φαί και τη βαρέλα με το νερό. Συνήθως έτρωγαν κρέας από τα σφαχτά τους, χυλοπίτες στραγγιχτές, λαχανικά, τυρί, και πατάτες. Πριν το μεσημεριανό έκαναν στάση για κολατσιό που μπορεί να ήταν αυγά, τηγανίδες, φρέσκο τυρί ή φρέσκη μυτζήθρα. Όταν τελείωνε το νερό της βαρέλας έτρεχαν οι άντρες ή τα παιδιά στη κοντινότερη πηγή για να γεμίσουν.
Με τη δύση του ήλιου κρέμαγαν τα δραπάνια στο πουρνάρι, μάζευαν τα μαρτίνια τους οι μαρτινολόγοι και επέστρεφαν στο σπίτι. Οι τσοπάνισσες, πήγαιναν στο σπίτι, έπαιρναν φαγητό και νερό και πήγαιναν στο στανοτόπι να αρμέξουν το κοπάδι με τον άντρα τους, να πήξουν το τυρί και να κοιμηθούν εκεί. Πολλές φορές δεν πήγαιναν καθόλου στο σπίτι αλλά κατ’ ευθείαν στο στανοτόπι.
Η εξέλιξη της τεχνολογίας είχε φτάσει πιο γρήγορα σε άλλες περιοχές που ήταν πεδινές και πιο εξελιγμένες. Εκεί χρησιμοποιούσαν θεριστικές μηχανές και είχαν εγκαταλείψει την παραδοσιακή μέθοδο θερισμού. Στο χωριό μας δεν έφτασε ποτέ η θεριστική μηχανή γιατί τα χωράφια μας είναι σε ημιορεινή ζώνη δεν είχαν κατασκευαστεί δρόμοι και όταν η κατάσταση βελτιώθηκε, έπαψαν οι καλλιέργειες σιτηρών γιατί στο μεταξύ είχαμε έκρηξη της εσωτερικής μετανάστευσης και το χωριό ερήμωσε. Τα χωράφια σταμάτησαν εντελώς να καλλιεργούνται στα τέλη της δεκαετίας του ’80.Τώρα δεν συναντάει κανείς στο χωριό μας και στην ευρύτερη περιοχή της Γορτυνίας χωράφια καλλιεργημένα με σιτηρά. Άλλα χωράφια γίνανε ελαιώνες και άλλα έμειναν «μπαΐρια»(χέρσα).
Ήταν τόσο έντονη η εργασία του θερισμού τα παλιότερα χρόνια που απ’ αυτή την εργασία πήρε ο μήνας Ιούνιος το χαρακτηρισμό Θεριστής και του έμεινε ως όνομα πανελλαδικά. Οι λαϊκές παροιμίες που σχετίζονται με το θέρο και το Θεριστή είναι:

Ότι σπείρεις θα θερίσεις!

Ο Μάης έχει τ’ όνομα και ο Θεριστής τη πείνα.

Το Μάη πίνε το νερό το Θεριστή το ξύδι.

Από το θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι δουλειές.

15 Θεριστή 2010

Μαρίνα Διαμαντοπούλου-Τρουπή

“Παπαδοπούλα θέριζε…” Από τα πιο χαρακτηριστικά τραγούδια του θέρου στη Γορτυνία. Περιλαμβάνεται στο μουσικό έργο του γορτύνιου Κώστα Παυλόπουλου ”ΕΡΩΤΙΚΗ ΑΡΚΑΔΙΑ – ΑΓΡΑΦΟΙ ΝΟΜΟΙ”-έκδοση 2004.

(προσθήκη στο άρθρο 6-5-2021)