Κέντημα, πλέξιμο


Στα προικιά κάθε κοπέλας τη παλιά εποχή έπρεπε να περιλαμβάνονται τα κεντητά και τα πλεκτά. Γι’ αυτό φρόντιζαν η μάνα και η γιαγιά της από μικρή να την μαθαίνουν την τέχνη αυτή δηλαδή να κατασκευάζει κεντητά τραπεζομάντιλα σεντόνια και μαντήλια, «ταμιτέλες»(δαντέλες), πλεκτές μπελερίνες, αντρικές φανέλες και διάφορα άλλα μικροπράγματα που προορίζονταν για στολίδια του σπιτιού.

Στο κέντημα χρησιμοποιούσαν τη τεχνική της κομποβελονιάς, του ανεβατού, της ριζοβελονιάς. Μετά το ’50 εγκαταλείφθηκαν σιγά-σιγά τα υφαντά ασπρόρουχα και άρχισαν να κερδίζουν έδαφος τα έτοιμα υφάσματα(χασέδες) τα οποία τα αγόραζαν και κατόπιν τα έκοβαν, τα έραβαν και τα κεντούσαν κατά την επιθυμία τους ώστε να χρησιμοποιηθούν ως σεντόνια, τραπεζομάντιλα κ.λ.π. Στα μαντήλια χειρός που κεντούσαν, άφηναν τη φαντασία τους να δουλέψει πολύ και δημιουργούσαν περίτεχνα σχέδια με ζωηρά χρώματα και αναπαραστάσεις με φυτά, λουλούδια και πουλιά.

Το δημοτικό τραγούδι του γάμου, λέει για το μαντήλι:
Σε κακοσκάλι ανέβαινα Δήμο μου, εχτές το βράδυ-βράδυ.
Και εντώσε το σιλάχι μου και έπεσε το μαντήλι
Με τετρακόσια δυο φλουριά με πεντακόσια γρόσια
Δεν κλαίω ο μαύρος τα φλουριά τα τετρακόσια γρόσια
Μον’ κλαίω το μαντηλάκι μου το χρυσοκεντημένο
Όπου το εκεντούσανε πέντε έξι παντρεμένες
Και δέκα τρεις ανύπαντρες δέκα αρρεβωνιασμένες.

Κεντούσαν επίσης τις φορεσιές τους τα παλιότερα χρόνια(πριν το ΄50) βάζοντας η κάθε μία την προσωπική της προτίμηση. Έραβαν τα ρούχα τους, συνήθως από υφαντό ύφασμα καρώ ή ριγέ και του προσθέτανε στολίδια, γαϊτάνια και φραμπαλάδες από το ίδιο ύφασμα ή κάποιο παρεμφερές στο τελείωμα της μακριάς φούστας, στο τελείωμα των μανικιών, γύρω από το λαιμό ή στο μαντήλι του κεφαλιού. Τα μεσοφόρια τους ήταν από μονόχρωμο υφαντό ύφασμα. Όλη τους τη τέχνη όμως την έβαζαν στη ποδιά όπου η κάθε μία αυτοσχεδίαζε κατά το προσωπικό της γούστο.

Η θεματολογία των δημοτικών τραγουδιών είναι ποικίλη και να πως αναφέρεται στη κεντημένη ποδιά:
Κάτου στο ρέμα Ρινώ Ρινάκι μου, κάτου στο ρέμα το βαθύ
Κάτου στο ρέμα το βαθύ, πλένει η Ρινούλα μοναχή.
Δεξιά μεριά είν’ η πλύστρα της κι αριστερά η χωρίστρα της.
Σ τη κεντισμένη της ποδιά, λαλούν αηδόνια και πουλιά………..

Τις κλωστές που χρησιμοποιούσαν στο κέντημα, τις αγόραζαν από μαγαζιά που υπήρχαν σε μεγαλύτερα χωριά της περιοχής όπως το Σταυροδρόμι, Τρόπαια, κ.ά.
Περνούσε γυρολόγος από το χωριό μας που αγόραζε αυγά και με τα χρήματα που εισέπρατταν οι κοπέλες, ειδικά οι πιο φτωχές ή ορφανές αγόραζαν κλωστές για να κεντήσουν τα προικιά τους.

Στο πλέξιμο χρησιμοποιούσαν μαλλί από τα πρόβατα και έφτιαχναν κυρίως μπελερίνες και αντρικές φενέλες. Οι μπελερίνες ήταν εσάρπες, τις έριχναν οι γυναίκες στη πλάτη, είχαν δυο φύλλα που κατέληγαν σε δυο λεπτές άκρες οι οποίες σταύρωναν μπροστά στο στήθος και έδεναν πίσω στη μέση. Οι μπελερίνες των νέων γυναικών ήταν σε χρώμα άσπρο(φυσική μορφή) και των ηλικιωμένων καφέ και μαύρες. Πολλές φορές τις έβαφαν με φυσικές βαφές όπως τις πράσινες φλούδες από τα καρύδια που τις έβραζαν και με το ζουμί τους έδιναν ένα πολύ γλυκό καφέ χρώμα.
Έπλεκαν επίσης «προβάζια» μάλλινα που τα έραβαν πάνω στα σακιά και στα σακούλια για να μπορούν να τα δένουν.
Το κεντήματα και τα πλεκτά τα έφτιαχναν όταν πήγαιναν με το κοπάδι στο βουνό ή στα μικρά διαλλείματα από τις γεωργικές εργασίες. Ένας στίχος του δημοτικού τραγουδιού που το αναφέρουμε στο άρθρο της υφαντική τέχνης λέει:
….Το κέντησμα είναι γλέντισμα, Ρινούλα, Κατερινούλα
και η ρόκα είναι σιριάνι………..

22/6/2010
Μαρίνα Διαμαντοπούλου-Τρουπή