Το Αλώνισμα

Η οικογένεια του Αθ. Θανόπουλου αλωνίζει στου “Σιέσι” σατ μέσα της δεκαετίας του ’50. Ευχαριστούμε τον Γιώργο Θανόπουλο για την παραχώρηση της φωτογραφίας

Αν έχεις γράψει ένα κείμενο με το Θέρο και το Θεριστή(Ιούνιο) δεν μπορείς να μην γράψεις και για το αλώνισμα. Είναι φυσική συνέχεια η μια αγροτική εργασία της άλλης. Μοιάζει σαν άφησες κάτι στη μέση. Μισοτελειωμένο.
Γι’ αυτό λοιπόν ας θυμηθούμε το αλώνισμα, μιας και είναι Ιούλιος (Αλωνάρης).
Ο μήνας που διανύουμε, ο Ιούλιος, πήρε το όνομα του από τον Ιούλιο Καίσαρα, τον αυτοκράτορα της Ρώμης αφού είχε γεννηθεί στις 7 αυτού του μήνα, που μέχρι τότε λεγόταν Κυρηνάλιος (εγκυκλ. Υδρία).
Ο λαός όμως, έδωσε την ονομασία που εξέφραζε τον ίδιο λόγω της μεγάλης αυτής αγροτικής εργασίας που γινόταν αυτό το μήνα. Τον ονόμασε Αλωνάρη.
Η λαϊκή φιλοσοφία έχει εκφραστεί με παροιμίες και παροιμιώδεις φράσεις για το αλώνι και το αλώνισμα.
Χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι(κάτι ασήμαντο)
Μας έκανε αλώνι!(Προκάλεσε ανακατωσούρα με τη συμπεριφορά του).

Αφού τέλειωναν τον Θέρο ή συγχρόνως μ’ αυτόν αν προλάβαιναν, οι άντρες κουβαλούσαν τα δεμάτια στα αλώνια. Τα φόρτωναν στα μουλάρια ή τα γαϊδούρια δυο-τρεις «κουντούρες» στη κάθε πλευρά του ζώου με τα στάχια προς τα κάτω φροντίζοντας να περνούν από δρόμο και μονοπάτι ευρύχωρο για να μην πέφτουν τα στάχια στο δρόμο από τα τραβήγματα των θάμνων. Έφτιαχναν θημωνιές γύρω-γύρω από τ’ αλώνια, μία για κάθε είδους δημητριακό(σιτάρι, ασπροσίτι, κριθάρι, βρώμη). Αν είχαν πολύ παραγωγή από το ένα είδος τη μοίραζαν σε δυο θημωνιές για να αλωνίσουν δυο φορές. Δεν είχαν ιδιόκτητα αλώνια όλοι οι κάτοικοι του χωριού.

Το αλώνι του Γ.Γιαννόπουλου σήμερα

Όσοι δεν είχαν δικά τους, συνέπρατταν με άλλους. Ήταν δυο ειδών τα αλώνια του χωριού. Τα πετράλωνα και τα χωματένια. Τα πετράλωνα ήταν στρωμένα με πέτρα πλακουδερή με όσο το δυνατόν μικρότερα κενά ανάμεσα τους. Επειδή τα περισσότερα χωράφια είναι επικλινή στο χωριό μας χρειαζόταν να υποστηριχτεί με μια μάντρα στη πλευρά της κατηφόρας. Στην αντίθετη πλευρά, της ανηφόρας επίσης έφτιαχναν μάντρα για να προστατέψουν το αλώνι από κατολισθήσεις χώματος και χαλικιών. Στο κέντρο ήταν καλά στερεωμένο το «στιχερό» από γερό ξύλο πουρναριού ή γλαντζινιάς που στο πάνω μέρος του κατέληγε σε διχάλα.

Το αλώνι του Αγγ. Ασημακόπουλου σήμερα

Τα χωματένια αλώνια ήταν πρόχειρα και φτωχικά. Τα έφτιαχναν σε σκληρό και στέρεο τόπο και το αλώνισμα γινόταν πάνω στο χώμα. Θα αριθμήσω μερικά αλώνια του χωριού τα οποία υπάρχουν ακόμα είτε ατόφια είτε τα χαλάσματα τους. Μέσα στα όρια του χωριού ήταν το αλώνι Ι. Μακρή στο πάνω χωριό, το αλώνι του Π. Θανόπουλου στο κάτω χωριό. Επίσης τα αλώνια των Αγγ. Ασημακόπουλου (κατασκ.1941), Θ. Θανόπουλου και Ι. Γιαννόπουλου (κατασκ.1957) στο ύψωμα «Σιέσι» πάνω από το χωριό και το αλώνι του Κ. Νικολόπουλου στο ύψωμα «Γκούρι».

Το αλώνι του Αθ. Θανόπουλου σήμερα

Αυτά που δεν υπάρχουν πλέον ήταν το αλώνι του Θ.Θανόπουλου στο κάτω χωριό, του Μπόκα τ’ αλώνι στη θέση «Γκελέκα» και το Λεϊμονέκο αλώνι στο πάνω χωριό Χωματάλωνα υπήρχαν αρκετά στα πολύ παλιά χρόνια πριν το ’50 σ’ όλες τις «ποστασιές». «Ποστασιά» έλεγαν την περιοχή που καλλιεργούσαν κάθε χρόνο. Δεν έσπερναν τα ίδια χωράφια κάθε περίοδο. Τα άφηναν χέρσα μια χρονιά για να αναπαυθούν. Αναλόγως την «ποστασιά» επέλεγαν και τα’ αλώνια που αλώνιζαν για να βολεύουν ως προς την απόσταση.
Έκαναν συνεννοήσεις μεταξύ τους για το πρόγραμμα του αλωνίσματος, έπαιρναν σειρά και πάντα υποχωρούσε ο φιλοξενούμενος στο αλώνι γιατί το πρώτο λόγο τον είχε ο ιδιοκτήτης. Ένας νοικοκύρης μόνος του δεν μπορούσε να αλωνίσει το σιτάρι του γιατί χρειαζόντουσαν περισσότερα μουλάρια απ’ όσα είχε και επί πλέον εργατικά χέρια Έτσι προέκυπτε η ανάγκη της συνεργασίας με άλλον ή άλλους. Συνήθως κάθε νοικοκυριό διέθετε δυο μουλάρια. Για να γίνει όμως ένα αλώνισμα σιταριού χρειαζόντουσαν τέσσερα ή πέντε μουλάρια. Τότε ή πήγαινε για βοήθεια ο συγγενής και ο γείτονας μαζί με το μουλάρι του ή έδινε μόνο το μουλάρι αν το αφεντικό του αλωνίσματος είχε οικογένεια πολυπληθή και δεν χρειαζόταν εργάτες. Όταν ερχόταν η σειρά του συγγενή να αλωνίσει τότε ανταπέδιδε την εξυπηρέτηση ο πρώτος με τον ίδιο τρόπο. Εκείνη την περίοδο η κοινωνία βασιζόταν πολύ σ’ αυτές τις μεθόδους συνεργασίας για να προχωρήσει και έτσι κρατούσε σφιχτούς δεσμούς ανάμεσα στα μέλη της.
Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που η εργασία του αγωγιάτη και του ζώου του πληρωνόταν με το «αγόϊ», όπως το έλεγαν που συνήθως ήταν σιτάρι. Η διαδικασία του αλωνίσματος ξεκίναγε πολύ πρωί με τη δροσιά. Έριχναν τα δεμάτια στο αλώνι και τα έλυναν. Τα σκορπούσαν σ’ όλο τη διάμετρο του αλωνιού ως χερόβολα. Αυτή η εργασία γινόταν μερικές φορές από το βράδυ για να κερδίσουν χρόνο την άλλη μέρα. Το πρωί πήγαιναν οι αγωγιάτες με τα μουλάρια και ετοίμαζαν τις λαιμαριές συνταιριαγμένες σε μια χοντρή τριχιά που «κούμπωναν» με την «αλωναριά» δηλαδή τη χοντρή τριχιά που ήδη ήταν δεμένη στο «στιχερό»». Περνούσαν μια-μια λαιμαριά στο κάθε μουλάρι και κατόπιν του έβγαζαν τα καπίστρια (χαλινάρια) που φορούσαν.
Όπως σε κάθε αγροτική εργασία έτσι και στο αλώνι πριν ξεκινήσουν έκαναν το σταυρό τους. Ένας νέος και δυνατός έτρεχε πίσω από τα μουλάρια, κρατούσε βίτσα(μαστίγιο), χτυπούσε που και που και φώναζε συγκεκριμένες λέξεις ή επιφωνήματα για να τρέχουν τα ζώα και στο πέρασμα τους να τρίβουν τα στάχια και βγαίνει ο πολύτιμος καρπός του σιταριού γυμνός στο αλώνι. Οι στροφές των μουλαριών ξεκινούσαν από την εξωτερική περίμετρο του αλωνιού και σιγά-σιγά καθώς τυλιγόταν η «αλωναριά» στο «στιχερό» η απόσταση μίκραινε και πλησίαζαν προς το κέντρο. Έτσι πατιόταν όλη η ποσότητα του σιταριού. Οι υπόλοιποι της παρέας στεκόντουσαν στην περίμετρο του αλωνιού κρατώντας «δικριάνια» ανασήκωναν και ανακάτευαν τα στάχια για να πατηθούν όλα. Το δικριάνι ήταν από ξύλο γλαντζινιάς, σφενταμιού η μέλεου μήκους περίπου 1,5 μέτρου που η μια άκρη του είχε τρεις απολήξεις, δηλαδή τρίαινα ή με τρια «πραχάλια» κατά τη τοπική διάλεκτο. Έλεγαν ιστορίες, αστεία και πειράγματα

Αλώνισμα στου Αθ. Θανόπουλου το αλώνι στου “Σιέσι” το 1980. Διακρινονται ο Αθ. Θανόπουλος, ο Αγγ. Ασημακόπουλος και ο Δημ. Διαμαντόπουλος. Η φωτογραφία είχε παραπέσει και είναι λίγο “ταλαιπωρημένη”. Είναι όμως πολύτιμη και συγκινητική.

Δεν συνήθιζαν να λένε τραγούδια στο αλώνι εκτός από κάποιες εξαιρέσεις πολύ μερακλήδων που τραγουδούσαν όλες τις ώρες. Έκαναν αλλαγή στη θέση του αγωγιάτη που γύριζε τα μουλάρια στ’ αλώνι γιατί ήταν αρκετά κουραστική δουλειά. Πολλές φορές έβαζαν και τα παιδιά να κάνουν αυτή τη δουλειά γιατί τα ίδια το ζητούσαν αφού την έβρισκαν πολλή διασκεδαστική. Πρόσεχαν όμως γιατί κάποια μουλάρια «τσίνιζαν» και υπήρχε ο κίνδυνος να εξακοντίσουν κλωτσιά στον αγωγιάτη που τα πίεζε. Μόλις τυλιγόταν η τριχιά γύρω από το στιχερό, σταματούσαν τα μουλάρια, έλυναν το μουλάρι που ήταν στην εσωτερική πλευρά του αλωνιού, έκαναν αντίθετη στροφή και έφερναν και έδεναν από τη μέσα πλευρά αυτό που προηγουμένως ήταν από την απέξω πλευρά. Έτσι η τριχιά ξετυλιγόταν από το στιχερό και ξανατυλιγόταν με αντίθετη φορά κ.ο.κ.
Στο μέσον της διαδικασίας του αλωνίσματος σταματούσαν για λίγο και «γύριζαν το αλώνι» όπως έλεγαν. Δηλαδή, ξεκινώντας οι αγωγιάτες από μια ακτίνα του αλωνιού έπαιρναν με τη σειρά τα μισοτριμμένα στάχια και με τα «δικριάνια» γύριζαν τα πάνω κάτω για να δουλευτεί όλο το υλικό. Κατόπιν συνέχιζαν την ίδια διαδικασία του αλωνίσματος με τα μουλάρια. Τέτοια γυρίσματα έκαναν περίπου 5-6 φορές για να έχουν σωστό αποτέλεσμα δηλαδή να βγει ο καρπός από το στάχυ και να κοπεί η καλαμιά σε μικρότερα κομμάτια άχυρου. Τη κάθε φορά την έλεγαν: πρώτο δικριάνι, δεύτερο δικριάνι κ.ο.κ. Μέχρι αργά το μεσημέρι κρατούσε η διαδικασία. Οι μεγαλύτεροι και εμπειρότεροι έκριναν και έλεγαν τη φράση: «Το αλώνι είναι έτοιμο». Έτρωγαν συνήθως δυο φορές, η μια ήταν το κολατσιό με τυρί, αυγά βραστά ή καγιανά και η άλλη το μεσημέρι που τελείωναν και συνήθως ήταν κόκορας με χυλοπίτες ή κατσίκι ριγανάτο στα τσελιγκόσπιτα. Καθόντουσαν στον ίσκιο του πουρναριού που υπήρχε κοντά σε κάθε αλώνι και η νοικοκυρά που αλώνιζε έπρεπε να περιποιηθεί με το καλύτερο τρόπο τους αγωγιάτες, με καλό φαγητό, φρέσκο ψωμί και κρασί. Εκείνη έτρωγε μετά από τους άντρες. Το πρωί που ξεκινούσαν τους κερνούσε δίπλες και τσίπουρο. Οι προσκαλεσμένοι αγωγιάτες ευχόντουσαν στον νοικοκύρη: -Χίλια μόδια!(μεγάλη σοδειά)
Το κάθε αλώνισμα είχε τη σοβαρότητα του. Όταν αλώνιζαν σιτάρι όλα έπρεπε να λειτουργήσουν τέλεια. Αν αλώνιζαν κριθάρι είχαν λιγότερο προσωπικό. Ακόμα και το φαγητό ήταν κατώτερο.

Αφού αλωνιζόταν το σιτάρι ή το κριθάρι το μάζευαν σε σωρό στο κέντρο του αλωνιού και ύστερα το λίχνιζαν μόνοι τους οι νοικοκυραίοι, συνήθως το απόγευμα της ίδιας μέρας, αν φυσούσε άνεμος. Έπιαναν με τα δικριάνια ποσότητα του μίγματος των άχυρων πια με σιτάρι και το πετούσαν ψηλά. Ο καρπός του σιταριού που ήταν βαρύς έπεφτε μπροστά τους. Το άχυρο που ήταν ελαφρύ και το φυσούσε ο αέρας πήγαινε μακρύτερα. Έτσι κατόρθωναν σιγά-σιγά να ξεχωρίσουν το σιτάρι από τ’ άχυρα. Το πόσο γρήγορα γινόταν αυτή η εργασία εξαρτιόταν από τον αέρα. Αν υπήρχε άπνοια μπορεί να κράταγε το λίχνισμα 2 μέρες. Αφού το λίχνιζαν το σιτάρι, ύστερα το φτυάριζαν δηλ. το ξαναπετούσαν ψηλά με το φτυάρι για να καθαρίσει πιο καλά από τα μικρότερα κομμάτια άχυρου ή σκόνης. Μερικές φορές μέσα στο σιτάρι έμενε σκύβαλο που ήταν βαρύ και δεν έφευγε με το λίχνισμα. Το σκύβαλο ήταν το μη τριμμένο στάχυ που το κρατούσαν στην άκρη κι ετάιζαν μ’ αυτό τις κότες.
Τότε έκαναν το «δρυμόνισμα». Είχαν ένα πολύ μεγάλο μακρόστενο κόσκινο, το «δρυμόνι», με δυο χερούλια στις δυο στενές πλευρές και μέσα έβαζαν το σιτάρι και το κοσκίνιζαν ούτως ώστε να φύγει κάθε κομματάκι άχυρου ή σκύβαλο ή άγανα από τα στάχια. Το κοσκίνιζαν δυο μαζί ή ένας μόνος του, αφού περνούσε το ένα χερούλι σε όρθιο δικριάνι και με το άλλο κουνούσε κοσκινίζοντας. Κατόπιν όλων αυτών το σιτάρι ή το «γέννημα» όπως το έλεγαν, ήταν έτοιμο για να μεταφερθεί στο σπίτι. Μετρούσαν την ποσότητα με τενεκέδες. και ως μονάδες μέτρησης είχαν τα πινάκια και τα μόδια. Ο τενεκές χωρούσε περίπου 12-13 οκάδες σιτάρι. Το πινάκι ήταν 50 οκάδες σιτάρι, περίπου 4 τενεκέδες. Το μόδι ήταν 300 οκάδες σιτάρι δηλαδή 6 πινάκια. Κατόπιν το έβαζαν σε υφαντά σακιά (μάλλινα ή σπάρτινα), τα φόρτωναν στα μουλάρια και σιγά-σιγά το αποθήκευαν στο σπίτι. Ως αποθηκευτικούς χώρους χρησιμοποιούσαν ξύλινα κασόνια ή σε σπάρτινα ή μάλλινα ματαράτσια(μεγάλοι σάκοι). Κάποιες φορές, προτού το αποθηκέψουν, το άδειαζαν πρόχειρα στο πάτωμα του σπιτιού και σε δεύτερη φάση έκαναν την τελική αποθήκευση. Στους σωρούς αυτούς τα παιδιά της οικογένειας έκαναν ατελείωτα παιχνίδια ανεβαίνοντας πάνω, μπαίνοντας μέσα στο σιτάρι και χοροπηδώντας πάντα κρυφά από τους μεγάλους γιατί είχαν αυστηρές συστάσεις «να μην σκορπάνε το γένημμα».
Τα παλιότερα χρόνια (από τη δεκαετία του ’60 και πιο πριν), όσο κρατούσε η διαδικασία ολοκλήρωσης του λιχνίσματος και μεταφοράς του σιταριού στο σπίτι, όσο δηλαδή παρέμενε στο αλώνι, οι νοικοκυραίοι κοιμόντουσαν στο αλώνι, δίπλα στο γέννημα γιατί υπήρχε ο φόβος της κλοπής. Ναι! Ο φόβος της κλοπής! Απομεινάρια μιας άλλης εποχής που τα κουβαλούσε ο κόσμος τότε. Μη βιαστεί κανείς να πει οτιδήποτε γιατί και σήμερα που υποτίθεται ότι έχουμε εκπολιτιστεί και έχουμε αναβαθμιστεί ως κοινωνία, υπάρχουν οι κλεψιές είτε άμεσα είτε κεκαλυμμένα, μόνο που γίνονται πιο «πολιτισμένα» αλλά σε υπέρμετρο βαθμό.
Επόμενη εργασία μετά τη μεταφορά του σιταριού στο σπίτι ήταν η συλλογή και μεταφορά των άχυρων στους αχυρώνες του νοικοκυριού για να ταΐζουν τα υποζύγια το χειμώνα. Η μεταφορά γινόταν με τα «χαράρια». Ήταν ξύλα ίσου μεγέθους δεμένα μεταξύ τους με σπάγκο σε απόσταση το ένα από το άλλο περίπου 15 πόντων. Στις τέσσερις άκρες κρεμόντουσαν κομμάτια σπάγκου μήκους περίπου 1 μέτρου. Άπλωναν κάτω τα «χαράρια», έβαζαν πάνω με το δικριάνι αρκετή ποσότητα άχυρου και μετά τύλιγαν και κούμπωναν με τα ξύλινα ιδιόμορφα κουμπιά σε σχήμα κυλίνδρου. Έδεναν με το σπάγκο που κρεμόταν τη μια στενή πλευρά πλέκοντας την και το σήκωναν σε όρθια στάση. Έτσι μετατρεπόταν σαν όρθιο βαρέλι το οποίο το γέμιζαν άχυρο πιέζοντας δυνατά. Αφού γέμιζε έδεναν κι αυτή τη πλευρά καλά και ύστερα φόρτωναν στο μουλάρι ένα από κάθε πλευρά, οριζόντια, το μετέφεραν στο σπίτι και τα άδειαζαν στον αχυρώνα ή «πλόχτη», όπως την έλεγαν και ήταν συνήθως στο κατώι του σπιτιού.
Μετά την οδική ένωση του χωριού με τα υπόλοιπα χωριά ήρθε και στο χωριό μας αλωνιστική μηχανή για κάποιες χρονιές την δεκαετία του ’70. Αυτό το γεγονός έδωσε μια ανάσα στους κατακουρασμένους κατοίκους και γλύτωσαν λίγο από τη χρονοβόρα και κοπιαστική διαδικασία του αλωνίσματος. Συγκέντρωναν τα γεννήματα τους σε μια ορισμένη τοποθεσία, ερχόταν η μηχανή και αλώνιζαν σε 3-4 μέρες όλοι. Στην αρχή αλώνισε στην «Αραβίσια» κοντά στην Αετορράχη, κατόπιν στην στροφή «Γκορίτσιδες» και ύστερα μέσα στο χωριό στη «Σπέλιζα». Πολλές φορές τα συγκέντρωναν περιμένοντας την αλωνιστική και εκείνη δεν ερχόταν γιατί κάπου γινόταν παραβίαση των συμφωνηθέντων, πήγαινε αλλού πρώτα κατά πως βόλευε τον ιδιοκτήτη και έμεναν οι θημωνιές αρκετό καιρό προς μεγάλη στενοχώρια των σκληρά εργαζόμενων συγχωριανών μας. Την στενοχώρια τους αυτή μεγάλωναν και οι ξαφνικές καλοκαιρινές καταιγίδες που μας έκαναν να τρέχουμε όλοι μικροί και μεγάλοι να σκεπάσουμε τις θημωνιές να μην βραχούν. Όταν σταματούσε το καλοκαιρινό μπουρίνι ξανατρέχαμε να τις ξεσκεπάσουμε για να στεγνώσουν και να μην μουχλιάσουν.
Στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, η αλωνιστική μηχανή σταμάτησε να έρχεται γιατί τα γεννήματα λιγόστεψαν, ο πληθυσμός λιγόστεψε και οι λίγοι εναπομείναντες καλλιεργητές σιτηρών επανήλθαν στην παλιά μέθοδο που ήξεραν, το παραδοσιακό αλώνισμα. Κάπου το 1987-1988 σταμάτησαν και ο σπαρτός και ο θέρος και το αλώνισμα. Άλλαξαν οι εποχές!

16 Αλωνάρη 2010
Μαρίνα Διαμαντοπούλου-Τρουπή