Το πανηγύρι τ’ Αγιαννιού στο Ψάρι Ηραίας Γορτυνίας

Όσο περνάνε τα χρόνια και ξεμακραίνουν τα νιάτα τόσο νοσταλγική είναι η ανάμνηση του πανηγυριού στον Αγιάννη στο Ψάρι. Τότε που πήγαινα κάθε χρόνο ανελλιπώς με τη γιαγιά μου στο τόπο που γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά της χρόνια. Περίμενε με λαχτάρα πολύ καιρό πριν την ημέρα εκείνη γιατί ήταν ολότελα δική της. Επέστρεφε στο χωριό της για λίγο και χαιρόταν τους συγγενείς, τους πατριώτες και το πατρικό της σπίτι. Ήμουν η συνοδός της.

Μαζί κάναμε τη διαδρομή από την Κοκκινοράχη ως το Ψάρι την παραμονή τ’ Αγιαννιού τη χρονική περίοδο από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Ξεκινούσαμε είτε πεζές, είτε παίρνοντας μαζί μας το μουλάρι μας, τη Σίβα, φορτωμένο με διάφορα φιλέματα για τους συγγενείς εκεί. Στο σαμάρι της Σίβας στρώναμε μια υφαντή κουβέρτα ή χεράμι για να μπορούμε να καθόμαστε πότε η μια και πότε η άλλη στη διαδρομή που ήταν κουραστική γιατί ήταν ανηφορική κατά το μεγαλύτερο μέρος.
Περνούσαμε από το χωράφι μας στις Άριζες, διαβαίναμε κάθετα τη Γκούρα δίπλα από το νερόμυλο του Θύμιου και κατόπιν ανηφορίζαμε τη πλαγιά βαδίζοντας στο ελικοειδές μονοπάτι που περνούσε μέσα στο μικρό δάσος. Το μονοπάτι οδηγούσε στο ξέφωτο της Σαρακινόβρυσης όπου συναντιόταν με το άλλο μονοπάτι που ερχόταν από το χωριό Σαρακίνι. Εκεί λοιπόν δίπλα στη βρύση, τη λεγόμενη Σαρακινόβρυση, κάναμε τη πρώτη στάση. Δροσιζόμαστε και ξεδιψούσαμε στη πηγή εμείς και η Σίβα. Η ύπαρξη αυτής της πηγής ήταν πραγματική όαση για τους περαστικούς και τους τσοπάνηδες. Στη κατηφοριά της πλαγιάς έτρεχε το νερό της δίνοντας ενέργεια και ζωηράδα στα βούρλα και στις φτέρες που κάλυπταν όλο το ξέφωτο. Μετά τον αναπαμό στη βρύση συνεχίζαμε την ανηφόρα και δεν αργούσαμε να φτάσουμε στο δεύτερο χωράφι μας που συναντούσαμε στη διαδρομή με το όνομα «Κορτσαμπαράκου». Η γιαγιά-Μαρίνα μου εξηγούσε πως αγόρασε αυτό το χωράφι ο παππούς τόσο μακριά από τα όρια του χωριού μας. Το σπέρναμε τη μια «ποστασιά» κριθάρι και την άλλη «ποστασιά» αραποσίτι ως το 1977, που ήταν η τελευταία χρονιά από την οποία έχω συγκρατήσει πολύ καλά στη μνήμη μου εικόνες από το θέρο. Μετά το χωράφι μας όλο και ανηφορίζαμε στην πλαγιά του Ψαραίικου βουνού μπαίνοντας στο μεγάλο δάσος με πανύψηλα πουρνάρια σε μονοπάτι όμως καλά διατηρημένο αφού τότε κυκλοφορούσε αρκετός κόσμος. Σε κάποιο σημείο του δάσους είχε τα μαντριά του ο Αριστείδης ο Γκιώνης από το Ψάρι και η τοποθεσία είχε πάρει το όνομα «στου Αρεστείρη του Γκιώνη τα γαλάρια». Εκεί πολλές φορές συναντούσαμε τους νοικοκυραίους. Με εξαιρετικό ενδιαφέρον μας ρωτούσαν για όλους τους συγχωριανούς μας, ιδιαίτερα όμως για τους στενούς συγγενείς της Αρεστείρενας μιας και καταγόταν από την Κοκκινοράχη. Μετά το δάσος ακολουθούσαμε το μονοπάτι μέσα από τα χωράφια των Ψαραίων. Η γιαγιά φρόντιζε να μου υπενθυμίζει τις τοποθεσίες μία-μία, ακόμα να μου λέει τίνος ήταν το κάθε χωράφι. Όσο κοντοζυγώναμε στο χωριό τόσο συχνά συναντούσαμε γνωστούς και συγγενείς. Η γιαγιά μιλούσε με όλους και χαιρόταν και καμάρωνε όταν την ρωτούσαν για την εγγόνα της που είχε και το όνομα της. Φτάναμε στην άκρη του χωριού από τη βορεινή πλευρά. Το πρώτο πράγμα που θαύμαζα στο Ψάρι ήταν το Δημοτικό Σχολείο. Ήταν μεγαλύτερο και ωραιότερο από το δικό μας στη Κοκκινοράχη. Είχε ωραίο προαύλιο με όμορφα λουλούδια που ήταν ολάνθιστα. Κίτρινοι κατιφέδες και πορτοκαλί τσετσεκιές χρωμάτιζαν το χώρο και συνέθεταν μια έντονη εικόνα που η μνήμη μου κρατεί ολοζώντανη ακόμα και τώρα.
Το συγγενικό μας σπίτι δεν ήταν μακριά. Δέναμε τη Σίβα στους ίσκιους των δέντρων και ύστερα άρχιζαν οι χαιρετούρες, οι εναγκαλισμοί, οι χαρές και τα καλωσορίσματα.
Η κορυφαία στιγμή όλων ήταν όταν η γιαγιά –Μαρίνα συναντούσε τον αδερφό της που ήταν πολλά χρόνια ξενιτεμένος στην Αμερική και κάποιες φορές ερχόταν στην πατρίδα. Λαχταρούσε αυτή τη στιγμή η γιαγιά. Για πολύ καιρό ζούσε περιμένοντας την ώρα που θα τον συναντούσε. Του είχε ιδιαίτερη αδυναμία γιατί ήταν μεγαλύτερη και είχε βοηθήσει πολύ στην ανατροφή του. Το Ψάρι είχε πολλούς ξενιτεμένους στην Αμερική και στην Αυστραλία. Τ’ Αγιαννιού γινόταν το μεγάλο αντάμωμα. Έκαναν τ’ αδύνατα για να επισκεφτούν το χωριό τους.
Κάποια χρονιά- θαρρώ ήταν το 1975 ή 1976-είχε έρθει στο σπίτι μας για λίγες μέρες η αείμνηστη θεία Μαρία από την Αμερική με το γιό της τον Παναγιώτη χωρίς το θείο, δηλαδή τον αδερφό της γιαγιάς μου. Είχε φροντίσει ώστε η επίσκεψη της να είναι κοντά στ’ Αγιαννιού. Την παραμονή κανονίσαμε να πάμε στο Ψάρι. Δεν υπήρχε δρόμος αμαξιτός από Κοκκινοράχη για Ψάρι παρά μόνο «ανάγειρα» δηλαδή από Αετορράχη-Σταυροδρόμι-Λαγκάδια-Σέρβου-Λυκούρεση-Ψάρι. Έτσι η θεία Μαρία πλήρωσε ταξί που ήρθε από το Σταυροδρόμι και κάναμε όλη αυτή τη διαδρομή για να πάμε στο Ψάρι. Εγώ και η γιαγιά γλυτώσαμε τον ποδαρόδρομο αλλά έτσι άμαθες που ήμασταν στα αυτοκίνητα ζαλιστήκαμε και είχαμε προβληματικό ταξίδι. Στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου ακουγόταν επανειλημμένα η μουσική επιτυχία της εποχής: «Κορίτσι με τα παντελόνια» του Λίνου Κόκοτου που τραγουδούσε ο Μανώλης Μητσιάς. Το τραγούδι αυτό στη μνήμη μου είναι άμεσα συνδεδεμένο με το συγκεκριμένο ταξίδι για το πανηγύρι στο Ψάρι. Όσο για τη θεία Μαρία ήταν ένας αξέχαστος και συμπαθητικός άνθρωπος. Ήταν ανοιχτόκαρδη, καλοσυνάτη, χαμογελαστή και φιλότιμη. Η καταγωγή της ήταν από τη Καλαμάτα και είχε παντρευτεί τον αδερφό της γιαγιάς μου Παναγιώτη Πανουσόπουλο στην Αμερική.
Συγχρόνως με την άφιξη μας στο Ψάρι γινόντουσαν και οι ετοιμασίες για την επερχόμενη γιορτή. Τ’ απόσκια είχαν πέσει, εφόσον το χωριό βλέπει ανατολικά, και μια δροσερή αύρα απλωνόταν. Επικρατούσε πυρετός προετοιμασίας σ’ όλα τα σπίτια ενώ από παντού ακούγονταν χαρούμενες φωνές, γέλια και ευχές για τη γιορτή και τα ανταμώματα των πατριωτών. Με είχε εντυπωσιάσει τότε το Ψάρι με τους πολλούς κήπους που είχε μέσα στο χωριό, σημάδι ότι είχε και άφθονο νερό. Παντού κρέμονταν κολοκυθιές, φασολιές, αγγουριές και όλα τα κηπευτικά.
Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν το γιορτινό φαγητό για τη μέρα του Αγιαννιού του Νηστευτή. Ήταν ένα ιδιαίτερο φαγητό γιατί το έφτιαχναν ειδικά για εκείνη τη μέρα.. Σ’ ένα χαλκωματένιο ταψί, τον ταβά, έβαζαν λαχανικά διάφορα όπως πατάτες χοντροκομμένες, κολοκυθάκια, μελιτζάνες, κρεμμύδια ξερά, ψιλοκομμένες ντομάτες, διάφορα μυρωδικά χόρτα και προσθέτανε ρύζι και νερό χωρίς λάδι γιατί η ημέρα προστάζει αυστηρή νηστεία. Το φαγητό το έψηναν στο φούρνο και το έλεγαν «ταβά», προφανώς από το όνομα του ταψιού. Το εθιμικό αυτό έδεσμα ήταν νοστιμότατο και τίποτα δεν πρόδιδε ότι ήταν άνευ λαδιού. Δεν ξέρω τι το νοστίμιζε αλλά οφείλω να τονίσω ότι μου έχει αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις.


Η γλυκιά καμπάνα του Εσπερινού χτυπούσε και όλοι συνέτρεχαν στην εκκλησία για τα προεόρτια, ν’ ανάψουν ένα κεράκι στη Χάρη Του. Οι ξενιτεμένοι μάλιστα με ξεχωριστή λαχτάρα ζητώντας απ’ τον Άγιο να είναι υγιείς και να τους αξιώσει να ξαναρθούν την επόμενη χρονιά. Δεν είμαι σίγουρη αν γινόταν τότε πανηγύρι την παραμονή το βράδι. Άλλωστε στ’ Αγιαννιού το πανηγύρι έχω πάει στα μετέπειτα χρόνια πολλές φορές. Την ημέρα της γιορτής γινόταν λαμπρός εορτασμός με συμμετοχή πολλών Ψαραίων αλλά και προσκυνητών από όλα τα γύρω χωριά. Γέμιζε ο μικρός ναός και πολύς κόσμος παρακολουθούσε ευλαβικά τη Θεία Λειτουργία από το προαύλιο μέχρι τα διπλανά δέντρα κάτω από τους ίσκιους. Για μένα ήταν μια εκθαμβωτική ατμόσφαιρα που άφησε έντονες αναμνήσεις. Στα πέριξ του ναού είχαν στήσει τους πάγκους τους λίγοι μικροπωλητές της περιοχής απ’ όπου η γιαγιά μου και οι συγγενείς αγόραζαν και μου δώριζαν κάποιο παιχνίδι ή στολίδι που φάνταζε τεράστιο για την εποχή εκείνη.
Το μεσημεριανό γεύμα δινόταν στα σπίτια όπου μαζεύονταν πολύς κόσμος. Όλα τα σπίτια τότε κατοικούντο και φιλοξενούσαν εκείνες τις μέρες τα ξενιτεμένα παιδιά και εγγόνια από την Αθήνα και το εξωτερικό αλλά και συγγενείς από τα γύρω χωριά. Στο γιορτινό τραπέζι κυριαρχούσε ο «ταβάς». Ακολουθούσε η μεσημεριανή ξεκούραση και η μέρα έκλεινε με το γλέντι του πανηγυριού. Για το πανηγύρι δεν έχω συγκρατήσει σαφή και έντονη εικόνα από εκείνη την εποχή. Προφανώς δεν το είχα ζήσει έντονα και δεν μου έχει αφήσει ανάλογες εντυπώσεις όπως τα υπόλοιπα γεγονότα που προανέφερα. Πολλές φορές με τη γιαγιά παίρναμε το δρόμο της επιστροφής για το χωριό μας το απόγευμα του Αγιαννιού ακολουθώντας την γνωστή διαδρομή με τις ευχές των συγγενών και διάφορα φιλέματα.
Στα κατοπινά χρόνια πήγα και ξαναπήγα στο πανηγύρι του Αγιαννιού, όμως το βράδυ πλέον, στα γλέντια και στα φαγοπότια, με τ’ αρτύσιμα και νηστίσιμα φαγητά, με τον ανανεωμένο χώρο και τη σύγχρονη εξυπηρέτηση. Δεν χρειάστηκε να περπατήσω πάνω από το Ψαροβούνι, ούτε να κάνω μια τεράστια διαδρομή με ταξί. Το μόνο που μένει σταθερό είναι το συγκρότημα του Μαυρέλια από το Σαρακίνι που διασκεδάζει τους Ηραιάτες δεκαετίες ολόκληρες και στο Ψάρι είναι καθεστώς. Εξακολουθεί το Ψάρι να διοργανώνει ένα από τα μεγαλύτερα πανηγύρια της περιοχής μας και καλώς κάνει. Όμως οι γλυκές αναμνήσεις οι δικές μου είναι από εκείνη την εποχή που περιέγραψα. Ίσως γιατί είναι μόνο αναμνήσεις και οι πραγματικές εικόνες έχουν χαθεί. Ποιος ξέρει;

Το άρθρο είναι αφιερωμένο στην αείμνηστη γιαγιά μου, τη Μαρίνα που καταγόταν από το Ψάρι Ηραίας

26/8/2010
Μαρίνα Διαμαντοπούλου- Τρουπή