Απόκριες ή Απόκρες

Οι «Αποκριές» είναι μια περίοδος με λαϊκές γιορτές, συνδεδεμένες όμως με τη χριστιανική πίστη. Στη Κοκκινοράχη, όπως και σ’ όλη τη Γορτυνία, οι Απόκριες λέγονται Απόκρες ή Αποκρές.
Η περίοδος των Αποκριών ξεκινάει όταν «ανοίγει» το Τριώδιο, δηλαδή 10 εβδομάδες πριν το Πάσχα, την Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου και ως εκ τούτου είναι κινητή εορτή. Από τις δέκα εβδομάδες, οι τρεις είναι των Αποκριών, και οι επόμενες επτά, περιλαμβανομένης και της Μεγάλης Εβδομάδας είναι της Μεγάλης Σαρακοστής με νηστεία και προετοιμασία για το Πάσχα. Όλη αυτή τη περίοδο στις εκκλησιές ψάλλονται ύμνοι από το εκκλησιαστικό βιβλίο Τριώδιο(τρεις ωδές) και γι’ αυτό το λόγο έχει επικρατήσει και στη λαική παράδοση να λέγεται «άνοιξε το Τριώδιο». Τη πρώτη εβδομάδα των Αποκριών που αρχίζει τη Κυριακή του Τελώνη και Φαρισαίου μέχρι τη Κυριακή του Ασώτου, καταλύoνται τα πάντα ακόμα και η νηστεία της Τετάρτης και της Παρασκευής και λέγεται λαικά ότι είναι «απολυτές». Τη δεύτερη εβδομάδα, μεταξύ Ασώτου και Κυριακής των Απόκρεω είναι «απολυτές», όμως τηρείται η νηστεία της Τετάρτης και της Παρασκευής και μάλιστα οι γιαγιάδες μας στο χωριό έλεγαν ότι αυτές οι δυο μέρες «είναι παρμένες από τη Μεγάλη Σαρακοστή» γιατί στη πραγματικότητα οι μέρες τη Σαρακοστής είναι 48 και 2 οι προαναφερόμενες αριθμούν συνολικά 50. Η ημέρα Πέμπτη αυτής της εβδομάδας είναι η Τσικνοπέμπτη. Τη τρίτη εβδομάδα(Τυρινής), καταλύονται τα γαλακτοκομικά, τα αυγά και τα ψάρια, υπάρχει αποχή από το κρέας και το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής τελειώνει κάθε «κατάλυση» αφού τη Δευτέρα(καθαρή Δευτέρα) αρχίζει η νηστεία της μεγάλης Σαρακοστής.
Στο χωριό μας, οι Απόκρες ήταν συνδεδεμένες άμεσα με το σφάξιμο του γουρουνιού, που έθρεφαν τα νοικοκυριά καθ’ όλη τη χρονιά και προοριζόταν για τη τροφοδοσία της οικογένειας. Αποτελούσε το κυρίαρχο γεγονός των Αποκριών κι όλες οι γιορτές και τα ξεφαντώματα περιστρέφονταν γύρω απ’ αυτό. Με το που «άνοιγε το Τριώδιο» έκαναν συμφωνία και συνεργάζονταν σε ποιο σπίτι κάθε φορά θα γινόταν το σφάξιμο του γουρουνιού. Σπανιότατα συνέβαινε κάποιο νοικοκυριό να μην είχε θρέψει ένα γουρούνι για τις Απόκρες και αυτό θα γινόταν είτε γιατί είχε ψοφήσει το ζώο είτε γιατί επικρατούσε απόλυτη φτώχεια. Αγόραζαν το μικρό γουρουνόπουλο από πλανόβιο πωλητή ή από κάποια εμποροπανήγυρη ή παζάρι κατά τη περίοδο της άνοιξης. Κυρίως όμως θυμάμαι πήγαιναν τη Μεγάλη Πέμπτη σε παζάρι που γινόταν στη Κάτω Ηραία, στο χωριό Χρυσοχώρι(παλιά ονομασία Βλάχοι) και είχαν τη δυνατότητα να διαλέξουν. Τα πολύ παλιά χρόνια τα γουρούνια κυκλοφορούσαν ελεύθερα στο χωριό, αργότερα όμως τα περιόρισαν σε μικρούς χώρους που έφτιαξαν, τα λεγόμενα «κουμάσια». Το έθρεφαν όσο καλύτερα μπορούσαν για να έχουν καλή απόδοση μιας και η διατροφή της οικογένειας βασιζόταν πολύ σ’ αυτό.
Το σφάξιμο του γουρουνιού
Για το σφάξιμο του γουρουνιού μαζεύονταν τέσσερα-πέντε άτομα και ξεκινούσαν πολύ πρωί. Είχαν ανάψει φωτιά όπου τοποθετούσαν ένα λεβέτι με νερό και προετοίμαζαν «θερμό». Αφού έσφαζαν το χοιρινό, κατόπιν το έβαζαν πάνω σε μια φαρδιά σανίδα ή πόρτα βγαλμένη από τη θέση της για να εξυπηρετήσει το σκοπό τους προς στιγμήν, την οποία είχαν τοποθετήσει πάνω σε πέτρες για να είναι υπερυψωμένη. Τη στιγμή εκείνη η σπιτονοικοκυρά ερχόταν μ’ ένα κεραμίδι ή με τη «μασιά» του τζακιού γεμάτη αναμμένα κάρβουνα όπου είχε τοποθετήσει λιβάνι και «λιβάνιζε» το σφάγιο προφανώς για να «ευλογηθεί» και να έχει επιτυχία η παρασκευή της τσιγαρίδας που ακολουθούσε ενώ συγχρόνως τοποθετούσαν ένα λεμόνι στο στόμα του για “πάρει τη μυρουδιά του” όπως έλεγαν. Από το χοιρινό δεν πετούσαν τίποτα. Έτσι το «καρύδι» ήταν το πρώτο κομμάτι που έψηναν κατ’ ευθείαν στη θράκα. Μύριζε όλη η γειτονιά και η παρέα ευχόταν «καλοφάγοτο» στο σπιτονοικοκύρη, τρώγοντας ένα μεζεδάκι και πίνοντας ένα ποτήρι κρασί. Ύστερα δούλευαν εντατικά για το «μάδημα», τον καθαρισμό από τις τρίχες. Χρησιμοποιούσαν τσουκάλια με τα οποία έπαιρναν καυτό νερό από το λεβέτι που ήταν πάνω στη φωτιά και ρίχνοντας το με το ένα χέρι συγχρόνως με το άλλο καθάριζαν κρατώντας μεγάλο μαχαίρι. Στο τέλος κατάφερναν να το καθαρίσουν πολύ καλά και προχωρούσαν στην εξαγωγή και το πλύσιμο των εντοσθίων. Η νοικοκυρά αναλάμβανε να ετοιμάσει αμέσως το συκώτι με κρασί, που προοριζόταν για το τραπέζι της παρέας στο τέλος της διαδικασίας. Ενώ δούλευαν πυρετωδώς δεν απολείπανε τα αστεία και τα γέλια μεταξύ τους. Όταν ήταν έτοιμο το χοιρινό το έδεναν και το κρεμούσαν από ψηλά, συνήθως από το πατερό του σπιτιού για να «στραγγίσει». Ακολουθούσε το τραπέζι με τις ευχαριστίες του οικοδεσπότη, με πολλή οινοποσία που κατέληγε πολλές φορές σε τραγούδι, ακόμα και σε μεθύσι και παρατράγουδα, διότι όπως προείπαμε ήταν «απολυτές» σε όλα. Τις επόμενες μέρες πήγαιναν στα άλλα σπίτια για το σφάξιμο του γουρουνιού, βοηθώντας ο ένας τον άλλο.
Το σφάγιο παρέμενε κρεμασμένο μια-δυο μέρες για να «στραγγίσει», όπως έλεγαν, και κατόπιν άρχιζε η επεξεργασία του έτσι όπως εκείνοι ήξεραν. Ξεκινούσαν από τη πέτσα(δέρμα) την οποία έβγαζαν κατά λωρίδες. Κατά τον ίδιο τρόπο έβγαζαν και το χοντρό στρώμα λίπους του χοιρινού. Αφού ολοκλήρωναν αυτή τη διαδικασία τοποθετούσαν τα τρία αυτά μέρη του σφάγιου σε μεγάλα δοχεία(λεβέτια, ξύλινες σκαφίδια) και τ’ αλάτιζαν με χοντρό αλάτι. Στο πάτο των δοχείων έστρωναν κλαδιά δέντρων ούτως ώστε να κατακάθονται τα υγρά που στράγγιζαν όσο ήταν τα κομμάτια του χοιρινού με το αλάτι. Συνήθως αυτό το διάστημα ήταν δυο μέρες. Στο τέλος κομμάτιαζαν το κρέας. Ο νοικοκύρης που ετοίμαζε πρώτος το χοιρινό του φίλευε ένα κομμάτι κρέας το γείτονα μέχρι να σφάξει κι αυτός το δικό του, οπότε ανταπέδιδε το φίλεμα

Το λιώσιμο του γουρουνιού

Κι ύστερα ερχόταν η μέρα που έφτιαχναν την τσιγαρίδα ή το «λιώσιμο του γουρουνιού» που ήταν η Τσικνοπέμπτη όχι κατ’ ανάγκη αλλά σίγουρα η μέρα που διάλεγαν ήταν κατάλληλη δηλαδή «απολυτή», όχι η Κυριακή, όχι η Τρίτη. Άναβαν από νωρίς το πρωί δυο-τρεις φωτιές και έβραζαν το παστό κρέας, το λίπος και τις πέτσες σε χωριστά λεβέτια. Το λίπος το έβραζαν μέχρι να εξατμιστεί όλο το νερό και να μείνει η λιωμένη λίγδα. Όταν έβραζε το κρέας το έβγαζαν από το ζουμί και το ξεκοκάλιζαν. Στη συνέχεια τσιγάριζαν όλο το κρέας, τις πέτσες και τα λουκάνικα σ’ ένα βαθύ τηγάνι με λίγδα για να εξαφανιστεί κάθε υγρασία, προσέθεταν μπαχαρικά και τα τοποθετούσαν σε δοχεία αποθήκευσης που ήταν παλιότερα οι λαΐνες(πήλινα αγγεία) και τελευταία οι τενεκέδες. Φρόντιζαν ούτως ώστε όλα τα δοχεία να έχουν σωστή αναλογία, κρέατος, πέτσας και λουκάνικου και κατόπιν προσέθεταν τη λίγδα που σκέπαζε καλά το περιεχόμενο και το θωράκιζε από αλλοιώσεις. Αυτό το πολύτιμο προϊόν λεγόταν τσιγαρίδα ή «άλυμα» ή «παστό». Το διατηρούσαν όλο το χρόνο χάρις στο αλάτι και το έτρωγαν σκέτο ή “καγιανά” με αυγά. Σε χωριστά δοχεία είχαν μόνο λίπος ή λίγδα που τη χρησιμοποιούσαν για «αρτυμή» στα φαγητά αφού το λάδι ήταν λιγοστό.
Άλλα φαγητά από το κρέας του γουρουνιού
Το κρέας δεν το αλάτιζαν όλο για να γίνει τσιγαρίδα. Ανάλογα με το μέρος του κρέατος που χρησιμοποιούσαν, έκαναν διάφορα φαγητά.
Τα κομμάτια που είχαν πολλά κόκαλα, όπως η ραχοκοκαλιά, τα έφτιαχναν κοκκινιστά, με ήμερα λάχανα(λαχανίδες), ή κοκκινιστά με χυλοπίτες. Με τα ψαχνά έφτιαχναν τηγανιές ή τα έψηναν κατ’ ευθείαν πάνω στα κάρβουνα. Επίσης έκοβαν κιμά με πρωτόγονο τρόπο δηλαδή μ’ ένα σκεπάρνι χτυπούσαν πολλές φορές το κρέας πάνω σ’ ένα κούτσουρο, προσθέτανε μπόλικο κρεμμύδι και δυόσμο, αλεύρι, πιπέρι και παρασκεύαζαν κεφτεδάκια. Η νοστιμιά τους ήταν αξέχαστη. Με τον τρόπο αυτό όμως έκοβαν και το κρέας, με το οποίο γέμιζαν τα έντερα του χοιρινού που γίνονταν λουκάνικα Η γέμιση αυτή περιείχε μπαχαρικά, αλάτι και αρωματιζόταν με φλούδα πορτοκαλιού για πικάντικη γεύση. Κατόπιν τα έβραζαν καλά, έτρωγαν λίγο δοκιμαστικά αλλά η μεγάλη ποσότητα προοριζόταν για τη τσιγαρίδα.

Άλλο φαγητό που παρασκεύαζαν από τα προϊόντα του χοιρινού ήταν η «οματιά». Την «οματιά» την έκαναν ως εξής: Έκοβαν σιτάρι(ασπροσίτι) στο «λιθάρι», το έκαναν «μπουλουγούρι»(πλιγούρι) και το έβραζαν. Επίσης έβραζαν το πνευμόνι του σφάγιου. Κατόπιν το ψιλόκοβαν, έκαναν γέμιση με το «μπουλουγούρι», το ψιλοκομμένο πνευμόνι, μπαχαρικά, φλούδα πορτοκαλιού και γέμιζαν κάποια από τα έντερα τα οποία κατόπιν έψηναν στο φούρνο. Το κεφάλι και τα πόδια του γουρουνιού αφού τα καθάριζαν και τα έπλεναν καλά τα έκαναν «πατσά»(πηκτή) με μπόλικο σκόρδο και ξύδι.
Όπως περιέγραψα, τίποτα δεν πήγαινε χαμένο από το οικόσιτο χοιρινό που έτρεφαν όλο το χρόνο με πολύ επιμέλεια. Και πως θα μπορούσε άλλωστε; Δεν είχαν την πολυτέλεια να πετάξουν τίποτε. Ακόμα και τη ουροδόχο κύστη του γουρουνιού, την έκαναν μπάλα τα παιδιά και έπαιζαν στα πιο παλιά χρόνια. Τα κόκαλα και τα υπολείμματα από το βράσιμο του κρέατος τα έφτιαχναν λίγες μέρες αργότερα σαπούνι. Από διηγήσεις μεγαλύτερων έχουμε ακούσει για τα «γουρνοτσάρουχα». Πράγματι την περίοδο της Κατοχής και της μεγάλης φτώχειας από το δέρμα του γουρουνιού έφτιαχναν παπούτσια(παπούτσια της ανάγκης) και τα έλεγαν «γουρνοτσάρουχα». Επίσης κρατούσαν ένα μέρος του λίπους(μπόλια), που το χρησιμοποιούσαν για να αλείφουν τα παπούτσια τους τα οποία έτσι αποκτούσαν μεγάλη ανθεκτικότητα. Ακόμα και τις απλές ξύλινες κατασκευές, π.χ τις γκλίτσες, τις άλειφαν με λίπος αντί για βερνίκι που βάζουν σήμερα. Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο!
Στα σπιτικά της Κοκκινοράχης έθρεφαν χοιρινά μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Καμιά δεκαετία πριν, μετέφεραν το έθιμο του σφαξίματος από τις Απόκρες που γινόταν από παράδοση, κατά τη περίοδο των Χριστουγέννων. Αυτό έγινε γιατί αρκετά παιδιά οικογενειών σπούδαζαν στα γυμνάσια των μεγάλων χωριών της περιοχής, διέμεναν εκεί και περνούσαν τις διακοπές των Χριστουγέννων με τις οικογένειες τους και έτσι είχαν την ευκαιρία να φάνε όλοι μαζί αλλά και να βοηθήσουν την όλη διαδικασία.
Μπούλες, ξυλογαϊδάρα, σάτιρα
Μέσα στη πυρετώδη διαδικασία του σφαξίματος και επεξεργασίας του γουρουνιού, που είχαν όλα τα νοικοκυριά, ανάμεσα σε μυρωδιές, σε τσίκνες και σε λίγδες έπαιρναν το δικό τους χώρο οι οινοποσίες, τα τραγούδια, τα αστεία, τα πειράγματα, η ξυλογαϊδάρα και οι “μπούλες”. Η ξυλογαϊδάρα ήταν μια πρόχειρη ξύλινη κατασκευή που στηνόταν την περίοδο της Αποκριάς και έπαιζαν μικροί και μεγάλοι. Έσκαβαν μια λακκούβα και στερέωναν μέσα σ’ αυτή ένα όρθιο δοκάρι ενός μέτρου περίπου, που το άνω άκρο του ήταν μυτερό. Είχαν ένα μεγαλύτερο δοκάρι μήκους 3-3,50 μέτρων, στη μέση του ακριβώς σκάλιζαν ένα και το έβαζαν πάνω στο κοίλωμα στο στερεωμένο όρθιο δοκάρι, σε οριζόντια θέση σχηματίζοντας ένα Τ(ταυ) δηλαδή όπως είναι η τραμπάλα στις παιδικές χαρές. Στα δύο άκρα του οριζόντιου δοκαριού κάθονταν ένας ή περισσότεροι άνθρωποι και τραμπαλίζονταν διασκεδάζοντας. Στο σημείο επαφής των δύο δοκαριών έβαζαν πολλές φορές κάρβουνα, με αποτέλεσμα να τρίζει την ώρα του ανεβοκατεβάσματος των αναβατών και η διασκέδαση να μεγαλώνει. Η αστεία εικόνα που έχω συγκρατήσει ως παιδί από εκείνα τα χρόνια ήταν σε μια τέτοια ξυλογαϊδάρα που είχε στηθεί στο «Αλωνάκι», στο κάτω μαχαλά του χωριού. Ήταν για εμάς τα παιδιά φοβερά διασκεδαστικό να βλέπουμε τους γονείς μας ή τους παππούδες μας ανεβασμένους στην ξυλογαϊδάρα να διασκεδάζουν σαν μικρά παιδιά. Το αποκορύφωμα του γέλιου ήταν όταν έπεφταν απ’ αυτή.

Οι “μπούλες” ήταν μεταμφιεσμένοι με αστεία αυτοσχέδια ρούχα που έκρυβαν τα πρόσωπα με μαντήλια και “τσεμπέρες” και γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι. Κρατούσαν μαγκούρες και κάλτσες με στάχτη. Κυνηγούσαν τους άλλους, τους έπιαναν με τις μαγκούρες και τους «στάχτιζαν». Με τον τρόπο που ντύνονταν και συμπεριφέρονταν σατίριζαν τις γριές, τους γέρους και τα καμώματα τους, τις νύφες, τους γαμπρούς και τις αδυναμίες των ανθρώπων. Έκαναν πειράγματα που ξεπερνούσαν τα συνήθως αποδεκτά όρια και εκφράζονταν επίσης τολμηρά είτε ήταν μεταμφιεσμένοι είτε όχι. Αισθάνονταν πιο ελεύθερα λέγοντας διαρκώς ότι δεν πειράζει γιατί είναι «απολυτές» σ’ όλα.
Άλλα έθιμα

Στο βραδινό τραπέζι των Αποκριών ήταν έθιμο να μαζεύονται συγγενείς και γείτονες σ’ ένα σπίτι κάθε φορά. Δεν ήταν καθόλου ευχάριστο και εορταστικό να είναι η κάθε οικογένεια μόνη της. Το βράδυ της Κυριακής των Απόκρεω, έτρωγαν κρέας και από τότε και μετά «απόκρευαν»(αποχή από το κρέας) μέχρι το Πάσχα. Είχαν φροντίσει και τις υποχρεώσεις τους στους νεκρούς τους το Ψυχοσάββατο που προηγείτο.
Όλη τη βδομάδα της Τυρινής έτρωγαν γαλακτοκομικά, τραχανάδες, χυλοπίτες, αυγά, τηγανίδες, το βράδυ δε της Τυρινής ξανάσμιγαν οι συγγενείς έτρωγαν πλαστά μακαρόνια τσιγαριστά και ψητά αυγά. Τα μακαρόνια τα έπλαθαν με πολύ υπομονή στο πλαστήρι και τα τσιγάριζαν με λίγδα.

Όταν τελείωναν με τα μακαρόνια καθόντουσαν όλοι γύρω από τη φωτιά, καθάριζαν ένα μέρος της και τοποθετούσαν κυκλικά αυγά, ένα για το καθένα, για να ψηθούν. Όση ώρα ψήνονταν, παρακολουθούσαν τίνος το αυγό «ίδρωνε» δηλαδή έβγαζε υγρασία στο τσόφλι, και τότε έλεγαν ότι αυτός είναι τεμπέλης. Αφού έβγαζαν τα συμπεράσματα τους στη συνέχεια τα έτρωγαν. Αν περίσσευαν μακαρόνια, την άλλη μέρα(Καθαρή Δευτέρα) τα έριχναν στις κότες για να κλωσήσουν. Τη Καθαρή Δευτέρα άρχιζε η περίοδος της νηστείας μέχρι το Πάσχα, η Μεγάλη Σαρακοστή, και όλα ακολουθούσαν τη θρησκευτική παράδοση. Δεν θυμάμαι κάποιο ιδιαίτερο έθιμο τη Καθαρή Δευτέρα στο χωριό μας. Έλεγαν «θα σπάσουμε τα κούλουμα», έβγαιναν έξω στα χωράφια αλλά έτσι κι αλλιώς ήταν άνθρωποι της υπαίθρου που βρίσκονταν διαρκώς στην εξοχή.
Η περιγραφή είναι βιωματική. Είναι εικόνες των παιδικών μου χρόνων, των παιδικών χρόνων πολλών από μας που γεννηθήκαμε εκεί, που είχαν σκληράδα, μεγάλο αγώνα, πολύ κόπο για βασικά πράγματα, αλλά και στιγμές χαράς, διασκέδασης, γλυκές στιγμές που ατσαλώνουν την ύπαρξη μας.

25/2/2011

Μαρίνα Διαμαντοπούλου-Τρουπή