Η παραδοσιακή φορεσιά και η εξέλιξη της


Η φωτογραφία εικονίζει την γυναικεία καθημερινή φορεσιά και είναι από το γειτονικό χωριό Σέρβου, της οικογένειας Γιάννη Κ. Ρουσιά

Η παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά που συνήθιζαν να φορούν πριν τον πόλεμο ήταν υφαντό καρό ή ριγέ ύφασμα και αποτελείτο από τη μακριά φαρδιά φούστα, τη μπόλκα η οποία ήταν με το ίδιο ύφασμα ή διαφορετικό αλλά έκαναν συνδυασμούς που ταίριαζαν και τη γιούρτα. Η μπόλκα είχε κάθετες πιέτες στο στήθος και στη πλάτη, στένεμα στη μέση με ζωνάρι και «εβαζέ» τελείωμα κάτω. Τη στόλιζαν με ταμιτέλες(δαντέλες) στο στήθος και στα τελειώματα. Η γιούρτα ήταν χοντρό μάλλινο μακρύ γιλέκο(μαύρου ή άσπρου χρώματος) κεντημένη με γαϊτάνια στις άκρες, στα τελειώματα και στη πλάτη. Επίσης φορούσαν μπελερίνες. Οι μπελερίνες ήταν εσάρπες μάλλινες, πλεγμένες με τις βελόνες, τις οποίες έριχναν οι γυναίκες στη πλάτη, είχαν δυο φύλλα που κατέληγαν σε δυο λεπτές άκρες που σταύρωναν μπροστά στο στήθος και έδεναν πίσω στη μέση. Οι μπελερίνες των νέων γυναικών ήταν σε χρώμα άσπρο(φυσική μορφή) και των ηλικιωμένων καφέ και μαύρες. Πολλές φορές τις έβαφαν με φυσικές βαφές όπως τις πράσινες φλούδες από τα καρύδια που τις έβραζαν και με το ζουμί τους έδιναν ένα πολύ γλυκό καφέ χρώμα.

Ως εσώρουχα φορούσαν: το πουκάμισο που γινόταν από υφαντό ύφασμα άσπρο ή άλλο μονόχρωμο π.χ. πορτοκαλί ή κίτρινο ή ριγέ, τη βράκα επίσης από υφαντό και ήταν μακριά έως τα γόνατα όπου έδενε με κορδόνια από το ίδιο ύφασμα, το δε στήθος το έδεναν σφιχτά με μπούστο για να μην τονίζεται και προκαλεί.


Απαραίτητο συμπλήρωμα της φορεσιάς ήταν η ποδιά, υφαντή και αυτή, με πολλά κεντήματα.

Στο κεφάλι φορούσαν πάντα μαντήλι άσπρο, κεντημένο με λουλούδια οι νέες γυναίκες και οι ηλικιωμένες φορούσαν καφέ ή μαύρο. Το έδεναν κάτω από το λαιμό ή το σταύρωναν κάτω από το λαιμό και το έδεναν στον αυχένα ή το σταύρωναν πίσω στον αυχένα και το έδεναν πάνω από το μέτωπο («καγιούρι») Δεν επιτρεπόταν να κυκλοφορούν οι γυναίκες «ξεσκούφωτες». Λιγότερο φορέθηκε το φέσι ή το βέλο και πάντα στις πιο ευκατάστατες οικογένειες. το φέσι ήταν κόκκινου χρώματος με μαύρη μεγάλη φούντα στην οποία κατέληγε πλεξίδα με πολυάριθμες μικρές χάντρες. Το βέλο ήταν αραχνοΰφαντο μαύρο μαντήλι που σκέπαζε το κεφάλι στερεωμένο με φουρκέτες.

Η αντρική παραδοσιακή φορεσιά ήταν η μακριά φουστανέλα κάτω από το γόνατο, το υφαντό πουκάμισο, το φέσι ή το μαντήλι, το γελέκι και η κάπα.
Η εξέλιξη στο τρόπο ενδυμασίας,-ανδρών και γυναικών- και το πέρασμα από τα υφαντά στα καινούρια υφάσματα της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας είχε αρχίσει από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και μεγάλη χρονική περίοδο υπήρξε μικτός τρόπος ένδυσης δηλαδή παραδοσιακός ελληνικός και ευρωπαϊκός. Κάποιοι μεγάλοι άνθρωποι φορούσαν τη φουστανέλα οι άντρες ή την υφαντή φορεσιά οι γυναίκες, μέχρι που πέθαναν.

——————————————–

Με τη φωτογραφία που ακολουθεί θα δείξουμε ένα ντοκουμέντο των αλλαγών στην ενδυμασία των κατοίκων της Ηραίας εκείνη την περίοδο. Το φόρεμα της φωτογραφίας είναι το νυφικό φόρεμα της Μαρίνας Αγγελοπούλου που παντρεύτηκε το 1923 τον Κωνσταντή Αγγελόπουλο(Λεϊμόνη) καταγόμενη από του Ψάρι, από τους Πανουσοπουλαίους. Το σχέδιο είναι της παραδοσιακής φορεσιάς (φούστα μακριά, μπόλκα), αλλά το ύφασμα δεν είναι υφαντό του αργαλειού.

————————————

Οι οικογένειες Κωσταντή Αγγελόπουλου και Γιάννη Γιαννόπουλου από βαφτίσια στις αρχές της δεκαετίας του 30

Μετά το ΄50 άρχισαν να κυκλοφορούν ευρέως τα έτοιμα υφάσματα των βιομηχανιών(χασέδες, πέτσες) και σιγά-σιγά εγκαταλείφθηκαν τα υφαντά υφάσματα στα ρούχα ενδυμασίας. Όμως και πριν το ’50, που και που, αγόραζαν έτοιμα υφάσματα από τα μαγαζιά που υπήρχαν στα μεγαλύτερα χωριά της περιοχής όπως στη Λυσσαρέα, στο Σταυροδρόμι, Τρόπαια κ.λ.π. ή τα έφερναν όσοι έκαναν μακρινά ταξίδια σε μεγάλες πόλεις. Κάποιες κοπέλες στο χωριό μας έμαθαν τη μοδιστρική και κατόπιν έραβαν τα ρούχα όλων των γυναικών. Οι περισσότερες έμαθαν την τέχνη της μοδιστρικής σε δασκάλα που ζούσε στο χωριό Λυσσαρέα. Πριν να αποκτήσει μοδίστρες το χωριό μας, οι γυναίκες πήγαιναν και έραβαν τα ρούχα και τα προικιά τους σε μοδίστρες στην Αετορράχη και του Σέρβου.

Από το ’60 και μετά χρησιμοποιούσαν κυρίως τα υφάσματα «τσίτια» για το ράψιμο των ρούχων με εμπριμέ σχέδια και έντονα χρώματα, τα δε σχέδια προσαρμόστηκαν στη μόδα της εποχής όπως άλλωστε έκανε όλη η κοινωνία.

8/7/2012
Μαρίνα Διαμαντοπούλου-Τρουπή