Ο ζευγολάτης (λαϊκό παραμύθι της Κοκκινοράχης)


Χειμώνας-παραμύθια στο τζάκι. Εικόνα από το Αναγνωστικό του Δημοτικού της δεκαετίας του ’50

Εισαγωγή

Το παραμύθι αυτό ακούσαμε όλοι μας στα παιδικά μας χρόνια στο χωριό από τους παππούδες μας και τις γιαγιάδες μας. Σαν νάναι τώρα ηχεί στ’ αυτιά μου η διήγηση του από τον παππού και τη γιαγιά, αλλά και τους γονείς που το είχαν ακούσει κι αυτοί από τους μεγαλύτερους, όπου συμπλήρωνε ο ένας τον άλλον τα βράδια δίπλα στο τζάκι. Όταν μας το έλεγαν, πρόσθεταν πράγματα, αφαιρούσαν, περιέγραφαν σκηνές του παραμυθιού σε πραγματικές τοποθεσίες, και κάθε φορά που το επαναλάμβαναν ήταν συναρπαστική. Υπάρχουν πολλές διαφορετικές παραλλαγές στις λεπτομέρειες του παραμυθιού που εξαρτιόνταν από τη φαντασία του αφηγητή, όμως ο κεντρικός κορμός του είναι αυτός που αναφέρω παρακάτω. Ένα σημαντικό στοιχείο που θα έδινε ιδιαίτερο χρώμα στο κείμενο θα ήταν να γραφτεί στην τοπική διάλεκτο, αλλά δεν το προτίμησα για να μπορούν να το διαβάσουν όλοι.

Όργωμα

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας ζευγολάτης. Ήρθε η εποχή που σπέρνανε, μήνα Νοέμβριο-καλή ώρα- κι ετοίμασε το ζευγάρι του, το αλέτρι του κι όλα τ’ άλλα χρειαζούμενα και πήγε στο χωράφι του.
Ξεκίνησε το όργωμα, αλλά το ζευγάρι με τα βόδια που χρησιμοποιούσε δεν υπάκουε στις εντολές του. Ειδικά το ένα από τα βόδια.

-Α, λύκος να σε φάει, του λέει ο ζευγολάτης αγανακτισμένος.
Σε λίγο παρουσιάστηκε ο λύκος.
-Τι κάνεις εσύ εδώ, τον ρωτάει ο ζευγολάτης.
(Τότε οι άνθρωποι μιλάγανε με τα ζωντανά, λέει παρενθετικά ο αφηγητής του παραμυθιού).
-Ε, δεν με κάλεσες, λέει ο λύκος. Δεν είπες, λύκος να σε φάει; Ήρθα να φάω το βόδι!
-Καλά, περίμενε πρώτα να οργώσω και το βράδυ που θ’ απολύκω το ζευγάρι θα στο δώκω!
Τότε ο λύκος έκατσε αναπαυτικά σε μιαν άκρη και περίμενε.

Στον απέναντι λόφο, στη λάκκα, καθόταν μια αλεπού και λιαζόταν. Παρακολούθησε το περιστατικό με το λύκο και όλο πονηριά φώναξε του ζευγολάτη:
-Ζευγολάτη!!!
-Εεεε!
-Τι είναι αυτό που μαυρίζει;
-Ένα κούτσουρο πες της, τον ορμήνεψε ο λύκος
-Ένα κούτσουρο! Απάντησε ο ζευγολάτης.
-Για βάλτο μες το σακί! Είπε η αλεπού.
-Βάλε με στο σακί, είπε ο λύκος.
-Τώρα δες το, συνέχισε η αλεπού.
-Δέσε με, είπε ο λύκος.
-Τώρα πάρε το κασμά και βάρα τον! φώναξε η πονηρή αλεπού.
Ο ζευγολάτης εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία, έκανε όπως του είπε η αλεπού κι έτσι απαλλάχτηκε από τον λύκο.


Συνέχισε το όργωμα, ώσπου ξαφνικά παρουσιάστηκε μπροστά του η αλεπού.
-Ζευγολάτη, του είπε, σου γλύτωσα το βόδι γι αυτό τάξε μου τι θα μου δώκεις!
-Ένα ζευγάρι κότες, της απάντησε εκείνος. Αύριο που θα ξαναρθώ στο χωράφι θα σου φέρω ένα ζευγάρι κότες!
Την άλλη μέρα, που ξανάρθε στο χωράφι ο ζευγολάτης, παρουσιάστηκε και η αλεπού.
-Γεια και χαρά σου ζευγολάτη! Τις έφερες τις κότες;
-Άντε φύγε από εδώ κυρά-Μάρω! Σιγά μην σου ’φερα κότες!
-Καλά, σκέφτηκε η αλεπού, θα σε φτιάξω εγώ!
Έφυγε και πήγε να βρει τις φιλενάδες της. Τους ανέφερε όλο το περιστατικό με το ζευγολάτη και σχεδίαζαν τι να κάνουν για να τον εκδικηθούν.
Ύστερα από πολύ συζήτηση μέσα στις αλεπότρυπες, αποφάσισαν να πάνε τη νύκτα στο χωράφι που όργωνε και να του πάρουν τα λουριά. Οι ζευγολάτες τη νύκτα άφηναν το αλέτρι κι όλα τα σύνεργα του οργώματος στο χωράφι. Τα λουριά ήταν δερμάτινα σχοινιά με τα οποία συνέδεαν τα εξαρτήματα του αλετριού μεταξύ τους, δηλαδή τις λαιμαριές από το λαιμό του ζώου με το ζυγό και το αλέτρι.
Μια γριά αλεπού τις ορμήνευε να μην το κάνουν. Εκείνες όμως δεν την άκουσαν, πήγαν έκλεψαν τα λουριά και τα μετέφεραν στη φωλιά τους.
Πήγε ο ζευγολάτης το πρωί στο χωράφι και δεν βρήκε πουθενά τα λουριά. Ένας γάιδαρος που είχε και έβοσκε πιο πέρα τον πληροφόρησε ότι τα λουριά τα πήραν οι αλεπούδες.
-Αφεντικό θα στα φέρω εγώ τα λουριά, είπε ο γάιδαρος, αλλά κι εσύ δεν θα με φορτώνεις βαριά όπως κάνεις τώρα!
-Εντάξει, απάντησε ο ζευγολάτης.
-Θα πάω στη φωλιά τους να τα πάρω. Θα ξαπλώσω απέξω και θα κάνω τον ψόφιο! Αυτές θα με τραβήξουν μέσα για να με φάνε! Τότε εγώ θα αρπάξω τα λουριά και θα φύγω! Όμως πρέπει να με αλείψεις με γιαούρτι για να αρχίσουν από το γιαούρτι οι αλεπούδες και να προλάβω να πάρω τα λουριά! Να μην με φάνε ζωντανό!
Συμφώνησε ο ζευγολάτης, άλειψε με γιαούρτι τον γάιδαρο, κι ο γάιδαρος πήγε και ξάπλωσε έξω από την αλεπότρυπα.
Ύστερα από λίγο τον πήραν είδηση οι αλεπούδες.
-Το καλό στη πόρτα μας! Το καλό στη πόρτα μας! Αναφώνησαν.
Άρχισαν να γλείφουν το γιαούρτι και τότε σκέφτηκαν και συνεννοήθηκαν:
-Να τον δέσουμε με τα λουριά, να δεθούμε κι εμείς και να τον τραβήξουμε μέσα στη φωλιά να τον φάμε! Είναι ψόφιος!
Η γριά αλεπού παρακολουθούσε.
-Μωρή !!!! Δεν είναι ψόφιος ο γάιδαρος, κάποια παγίδα είναι, μην τον τραβάτε μέσα!
Δεν έδιναν σημασία στη γριά οι νεαρές αλεπούδες.
-Καλά δεν μ’ ακούτε ε! Μόνο μην ιδώ τα τομάρια σας αύριο στο παζάρι! Φώναζε η γριά αλεπού.
Δέθηκαν οι αλεπούδες με τα λουριά, έδεσαν και το γάιδαρο και τον τράβαγαν μέσα στη φωλιά τους.
Ξαφνικά σηκώνεται ο γάιδαρος κι άρχισε να τρέχει σαν τρελός. Μαζί του παρέσυρε και τις αλεπούδες με τα λουριά δεμένες.
Παρέδωσε στο αφεντικό του και τα λουριά αλλά και τις αλεπούδες που τα είχαν κλέψει. Δεν άκουσαν την γριά αλεπού που τις συμβούλεψε και το πλήρωσαν ακριβά.

28/11/2012

Μαρίνα Διαμαντοπούλου-Τρουπή