Τα “Μαγερέματα”-Χυλοπίτες

Σημαντικό ρόλο στη διατροφή των Κοκκινοραχιτών έπαιξε η παρασκευή ζυμαρικών, «μαγερέματα» ή «αλευρομαγερέματα» όπως συνήθιζαν να τ’ αποκαλούν, με ντόπια αγνά υλικά από την παραγωγή τους, τα οποία ήταν νοστιμότατα και θρεπτικότατα και τα οποία ανέθρεψαν πολλές γενεές σε δύσκολες εποχές φτώχειας και ανέχειας.
Κυρίως παρασκεύαζαν χυλοπίτες, τραχανά, μακαρόνια και τριφτιάδες. Αυτήν την εποχή και μέχρι το τέλος του καλοκαιριού γινόταν η Παρασκευή των χυλοπιτών. Ο τραχανάς συνηθίζεται να πααρσκευάζεται λίγο αργότερα, τέλη Ιουλίου αρχές Αυγούστου ακόμα και σήμερα με τον παραδοσιακό τρόπο γιατί απαιτεί λιγότερα χέρια και για τον οποίο θα αναφερθούμε σε άλλο άρθρο.
Από νωρίς οι νοικοκυρές συγκέντρωναν αυγά, κρατούσαν το καλύτερο σιτάρι, ντόπιο «ασπροσίτι» το οποίο άλεθαν στους νερόμυλους της περιοχής παλαιότερα και στους κυλινδρόμυλους μεταγενέστερα. Για τις χυλοπίτες το αλεύρι κοσκινιζόταν από την προηγούμενη μέρα της παρασκευής τους με την ψιλή κρησάρα πολύ καλά, για να καθαρίσει από τυχόν πίτουρα ή άλλα σώματα και στην συνέχεια έριχναν τα αυγά, αλάτι και φρέσκο γάλα. Το ζύμωμα του μίγματος αυτού ήταν επίπονη εργασία, ήθελε πολύ κόπο και μαεστρία ώστε να έρθει στην σωστή υφή του, αφήνοντας το να ξεκουραστεί μέχρι την επομένη το πρωί, σκεπασμένο με ένα σεντόνι.
Η παρασκευή τους ξεκινούσε νωρίς το πρωί. Η νοικοκυρά του κάθε σπιτιού καλούσε νοικοκυρές από άλλα σπίτια, κυρίως τις γειτόνισσες, για βοήθεια γιατί η εργασία αυτή απαιτούσε πολλά χέρια.
Ξεκινούσαν οι πλάστρες, οι καθισμένες κατάχαμα και έχοντας περάσει τα πόδια τους κάτω από το σοφρά, παίρνοντας κομμάτι-κομμάτι από το ζυμάρι, σε σχήμα μικρής μπάλας χρησιμοποιώντας τον πλάστη και με λίγο αλεύρι, άνοιγαν το φύλλο το οποίο άπλωναν σε μέρος δροσερό και σε καθαρά σεντόνια για να στεγνώσει.
Αφού στέγνωνε το φύλλο, το ξαναμάζευαν και το πήγαιναν σε άλλο σοφρά ή τραπέζι, το έκοβαν κατά μήκος του πλάστη και έπειτα οριζόντιες λεπτές λωρίδες. Τις λωρίδες αυτές είτε τις άφηναν όπως ήταν και είχαν έτοιμα τα λαζάνια τους όπως τα γνωρίζουμε σήμερα ή τα «λουριά» όπως συνηθιζόταν να το λένε παλαιότερα, είτε έκοβαν τις στενές λωρίδες σε κυβάκια έχοντα τις χυλοπίτες στην κλασσική τους μορφή.
Για να στεγνώσουν εντελώς, οι νυκοκυρές τις άφηναν απλωμένες για δύο έως τρεις μέρες και τις έβγαζαν μετά στον ήλιο προκειμένου να λιαστούν και να ξεραθούν εντελώς, σκεπασμένες με ένα σεντόνι για να μην χάσουν το κιτρινωπό τους χρώμα. Αφού είχε ολοκληρωθεί το λιάσιμο, οι χυλοπίτες λιχνίζονταν και αποθηκεύονταν σε καθαρές πάνινες σακούλες για να αναπνέουν. Έτσι διασφάλιζαν μια σημαντική τροφή για όλο το χρόνο.
Η διαδικασία παρασκευής των χυλοπιτών με αυτό τον τρόπο στο χωριό μας διήρκησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Οι νυκοκυρές που γνώριζαν την τέχνη αυτή καλά μεγάλωσαν και κάποιες δυστυχώς, δεν είναι ανάμεσα μας. Νέες νοικοκυρές στο χωριό μας δεν υπάρχουν για να συνεχίσουν κι έτσι η παραδοσιακή αυτή διαδικασία τελείωσε. Τιμής ένεκεν θα ανφέρω ορισμένες «πλάστρες» που φημίζονταν για την γρηγοράδα τους και την μαεστρία τους. Στο άνοιγμα του φύλλου όπως η Αντωνία Νικολοπούλου, Αγγέλω Θανοπούλου, Δημήτρω Θανοπούλου και Λεμονιά Νικολοπούλου. Να μην ξεχάσω ότι από αυτή την διαδικασία κερδισμένοι βγαίναμε κι εμείς οι μικρότεροι, γιατί συνήθιζαν μερικά από τα φύλλα που άνοιγαν, να τα φτιάχνουν δίπλες, γλύκισμα αξαιρετικό και πολύ διαδεδομένο στο χωριό μας.
Σήμερα οι λιγοστές νοικοκυρές του χωριού μας είναι σχεδόν υπερήλικες και δεν μπορούν να παρασκευάσουν με αυτό τον τρόπο τα ζυμαρικά τους, φροντίζουν όμως να συγκεντρώνουν αγνά υλικά από τα ζώα τους, τα οποία πάνε στα εργαστήρια παραδοσιακών προιόντωνπου λειτουργούν στα γειτονικά χψριά κι έτσι καλύπτουν τις ανάγκες τους αλλά φροντίζουν και να εφοδιάζουν τα παιδιά τους στην Αθήνα.
Δυστυχώς δεν έχουμε φωτογραφικό υλικό που να αποθανατίζει το παλιό τρόπο παρασκευής των χυλοπιτών κι έτσι θα περιοριστούεμ στον σημερινό τρόπο

Ο Πρόεδρος του ΔΣ
Γεώργιος Διαμαντόπουλος